«Οι κόκκινες νύχτες» του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη ήρθαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης με προμετωπίδα τα λόγια του ποιητή Νίκου- Αλέξη Ασλάνογλου «χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης». Αφηγήματα της πρωτεύουσας σε ύφος εξομολογητικά ωμό για περιπέτειες μιας αθηναϊκής νιότης των μπαρ της δεκαετίας του ΄80 που θέλει να επιμένει ακόμη, σε πείσμα του αδυσώπητου χρόνου. Λάτρης των εκτός ορίων λογοτεχνών μποέμ της αμερικανικών μεγαλουπόλεων Κέρουακ, Γκίνζμπεργκ, Μπάροουζ, ο συγγραφέας, μεταφραστής και ποιητής, ζει και ό ίδιος λες την έκσταση των προτύπων του μέσα από μια πυρετώδη βιωματική γραφή.
Το στυλ χρωματίζεται από προκλητικές εικόνες του πανκ, αλλά και από εσπερινούς παπαδιαμαντικούς τόνους. Από αγχωτικά μακρόσυρτα, αλλά και κοφτές εκφράσεις. Από τη σκιά των νουάρ αλλά και τις εκλάμψεις της ροκ.
Όπως σημειώνει στον πρόλογό του, είναι μια αποτύπωσης της πορείας στο «Τρίγωνο του Διαβόλου», Κυψέλη - Εξάρχεια - Κολωνάκι, με συνεχείς αλλαγές κατοικιών, ατελείωτες ώρες στα βιβλιοπωλεία, με ξενύχτια μέχρι πρωίας στα στέκια της περιοχής, με σταθερές προσηλώσεις στο ουίσκι, στη φιλία και στην αναζήτηση: «Μια ατελεύτητη και πάντα μια ατελής αναζήτηση. Αυτό ήταν το μοναδικό μας πρόγραμμα. Το οποίο, άλλωστε, ακολουθούμε και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά».
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
"Κι έπειτα, αργά τη νύχτα, όταν ο κόσμος είχε αραιώσει, ήρθε -ή τον φαντάστηκα;- ένας φανταστικός ήρωας, ένα άλλο εγώ του Ίκαρου, ένας τύπος άγριος και ψηλός, με μπότες από δέρμα κροκοδείλου και σημαδεμένο πάνω χείλος, από μπουκάλι που έσπασε πάνω του, ίδιος ψυχάκιας δολοφόνος που ξεπηδάει απ' τις σελίδες του Έλροϊ ή απ' την Σιν Σίτι, κι όταν μπήκε στο μπαρ όλες οι κουβέντες κόπηκαν μεμιάς, αλλά εκείνος ήρθε απλώς σε μας, σε μας τους δυο, και παρήγγειλε ποτό, Μέικερς Μαρκ, ζήτησε όλη την μπουκάλα κι ευτυχώς που είχε το μαγαζί και όταν του την έφεραν εκείνος ξεκίνησε να μας λέει την ιστορία του: έχει αποφασίσει, λέει, να σοβαρευτεί, να αποτραβηχτεί απ' τα φονικά και τους εκβιασμούς, τις γκόμενες που αναγκάστηκε να χαρακώσει, και να θέλει να κάνει κάτι άλλο, αλλά ούτε να φύγει απ' τη νύχτα μπορεί, η νύχτα είναι η ζωή του, έτσι λέει, η νύχτα κυλάει στις φλέβες του, αναπνέει τη νύχτα. Κι έτσι, κι έτσι τελικά, άνοιξε ένα μπαρ το οποίο ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά γρήγορα, ο σοβαρός κόσμος το εγκατέλειψε, οι δάσκαλοι, οι λογιστές, οι ασφαλιστές, οι ψευτοκουλτουριάρηδες, και έμειναν να συχνάζουν μόνο οι πότες, οι τελειωμένοι, οι οραματιστές, ένας που έχει ένα βιβλιαράκι, τη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη» στο κομοδίνο του, εκείνοι που έχουν περάσει τουλάχιστον μία νύχτα στο κρατητήριο, κάνα δυο άλλοι που γράφουν μυθιστορήματα και τα κρατούν κρυμμένα, κι εκεί, σ' εκείνο το μπαρ, εκείνος, ο ήρωας, ο ιδιοκτήτης, μας διηγείται ότι έχει πάρει ένα βιβλίο του Ίκαρου, όχι! δύο βιβλία, και τα 'χει διαλύσει ο κανίβαλος, ο δολοφόνος, ο βιβλιοανατόμος, και τα 'χει κάνει καδράκια, έχει κορνιζάρει όλες τις σελίδες, όλο το κείμενο, όλο το βιβλίο. Όμως δεν τα 'χει βάλει πίσω απ' την πλάτη του, πίσω απ' τη μπάρα, διότι εκεί υπάρχουν τα ουίσκυ, τα μπλέντετ, τα μαλτ ή τα μωλτ, τα ιρλανδέζικα, τα καναδέζικα και τα μπέρμπον.
Και πού να βρει χώρο. (...) Κι εκεί, εκείνη η μικρή κοπελίτσα ή ένας νεαρός που του 'χει καρφωθεί να γίνει συγγραφέας και δεν ξέρει πώς, ούτε μπορεί να αναλογιστεί πόσα δάκρυα και πόσο κουράγιο χρειάζεται, εκεί λοιπόν, υπάρχουν τα καδράκια για να μπορούν να διαβάσουν αυτοί μερικές σελίδες, ή όλες, από το βιβλίο του Ίκαρου που 'χει τίτλο «Κόκκινες Νύχτες», κι είναι σαγηνευτικό, μυστηριώδες, διφορούμενο κι αλκοολούχο κι είναι η ιστορία της νύχτας και της γραφής του συνάμα.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι όλες οι λέξεις εδώ μέσα είναι δικές του".
Μικρά κείμενα - συνολικά 121 σελίδες- σαν σύντομοι ύμνοι στη Νύχτα - αυτή την αρχέγονη Θεά που γεννήθηκε από το Χάος, μητέρα του Ύπνου και της Ημέρας, που φωτίζει το ψυχικό μας έρεβος... Σε μπαρ και εκτός...