Καμπανάκι κινδύνου για τα τρία μεγαλύτερα ψυχιατρεία της χώρας κρούει η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (ΕΨΕ). Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ψυχιατρικές μονάδες στη χώρα μας εξαιτίας της υποστελέχωσης, αλλά και της έλλειψης συνολικού σχεδίου λειτουργίας τους, και ταυτόχρονα την τρομακτική αύξηση των ασθενών σε αναγκαστική νοσηλεία να φτάνει ως και το 60% των εισαγωγών, αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο σοβαρών ατυχημάτων.
Η ΕΨΕ έκρουσε το κώδωνα του κινδύνου με αφορμή το τραγικό περιστατικό που σημειώθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής το «Δαφνί».
Απαντά επίσης και για τον περιορισμό επί κλίνης ανήσυχων ασθενών, υπογραμμίζοντας ότι «η απλή φραστική καταδίκη ενός μέτρου στερητικού της ελευθερίας και της θεραπευτικής λογικής, όταν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση βίαιων ασθενών κινείται στα όρια της υποκρισίας. Ο αναγκαίος περιορισμός αυτών των ασθενών για να υπακούει στη θεραπευτική λογική οφείλει να ακολουθεί αυστηρά καθορισμένους κανόνες (πρωτόκολλα περιορισμού). Η διεθνής αλλά και η δική μας εμπειρία έχει δείξει ότι η επάρκεια εκπαιδευμένου προσωπικού είναι το ισχυρότερο μέσο πρόληψης των περιοριστικών πρακτικών στην ψυχιατρική πράξη».
Όσον αφορά τις «τραγικές» ελλείψεις προσωπικού στις ψυχιατρικές μονάδες, η ΕΨΕ αναφέρει ότι εδώ και μια πενταετία δεν αντικαθιστώνται όσοι αποχωρούν και καμία αναδιάρθρωση, από όσες έχουν αναγγελθεί δεν έχει ουσιαστικά πραγματοποιηθεί, σημειώνοντας ότι οι μονάδες αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη ροή περιστατικών μόνο χάρη στην προσπάθεια του υπάρχοντος προσωπικού. Εξηγεί ότι η αύξηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η πρωτοβάθμια αλλά και η εξειδικευμένη εξωνοσοκομειακή δημόσια και ιδιωτική φροντίδα, τα «φίλτρα» -όπως αναφέρει- που θα μείωναν τις ανάγκες νοσηλείας, έχουν δεχτεί ισχυρά πλήγματα τα χρόνια της κρίσης.
Η ΕΨΕ επισημαίνει επίσης ότι η αναγγελθείσα αναστολή λειτουργίας των δύο ψυχιατρικών νοσοκομείων της Αθήνας και αυτού της Θεσσαλονίκης για το τέλος του 2015 έχει λειτουργήσει «αποδιοργανωτικά», παρά τις διαβεβαιώσεις του απελθόντος υπουργού Υγείας ότι δεν θα κλείσουν, καθώς, όπως υποστηρίζει, δεν υπάρχουν ακόμα τα εναλλακτικά δίκτυα υπηρεσιών νοσηλείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας.
«Το πρόβλημα της λειτουργίας χωρίς συγκεκριμένο αύριο αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια τα τρία μεγάλα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Έχουν έτσι γίνει υψηλού κινδύνου για ”ατυχήματα” σαν το προχθεσινό», υπογραμμίζει η ΕΨΕ, επισημαίνοντας την ανάγκη ενίσχυσης των ψυχιατρικών νοσοκομειακών μονάδων και ιδιαίτερα του Ψ.Ν. Αττικής με προσωπικό και την εκπόνηση συνολικού σχεδίου λειτουργίας των ψυχιατρικών υπηρεσιών ανά υγειονομική περιφέρεια της χώρας.
Σύμφωνα με την ΕΨΕ μόνο στα διάφορα τμήματα του Ψ.Ν. Αττικής νοσηλεύονται περί τους 90 ασθενείς, με σοβαρές παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα, που έχουν κριθεί ως ακαταλόγιστοι και με δικαστική εντολή έχουν μεταφερθεί στο συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα προς φύλαξη (άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα), ενώ στο Ψ.Ν. Θεσσαλονίκης νοσηλεύονται σε ειδικό τμήμα. Όπως αναφέρει, έχει επανειλημμένα τεθεί το ζήτημα αυτών των ασθενών που απαιτούν μέτρα φύλαξης και περιορισμού που δεν πρέπει όμως να ακυρώνουν την θεραπευτική λογική και με αυτό το σκεπτικό έχει προκριθεί και η συνοσηλεία τους μαζί με τους άλλους ασθενείς. Σύμφωνα με την ΕΨΕ εδώ τίθεται και πάλι, άμεσα, το ζήτημα του επαρκούς σε αριθμό προσωπικού, καθώς και το ζήτημα της δημιουργίας ειδικών τμημάτων για αυτούς τους ασθενείς, που θα οφείλουν όμως να λύσουν το δισεπίλυτο πρόβλημα της συνύπαρξης θεραπείας και «φύλαξης». Αυτό είναι πρόβλημα άμεσης προτεραιότητας για τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Υγείας, καθώς το θέμα της ασφάλειας της θεραπευτικής προσπάθειας για τους ίδιους τους ασθενείς και για τους τρίτους οφείλει να λάβει συγκεκριμένη απάντηση, επισημαίνει η ΕΨΕ.
Το τελευταίο περιστατικό στο Δαφνί έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμη, ένα στο ίδιο Νοσοκομείο τον Μάιο τους 2015, με ένα ακόμα βίαιο θάνατο ασθενούς, και ένα άλλο το 2013 στο Ψ.Ν. Τρίπολης, με νεκρό από φωτιά. «Η πιθανή αμέλεια και το ανθρώπινο λάθος δεν αρκούν για να εξηγήσουν αυτά τα τραγικά γεγονότα, που υποσκάπτουν όμως την εμπιστοσύνη των πολιτών στα νοσηλευτικά ιδρύματα», υπογραμμίζει η ΕΨΕ.