Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων
Μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν τα διαζύγια τα τελευταία χρόνια. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων αλλά και στη συνέχεια την περίοδο της πανδημίας ο αριθμός των ζευγαριών που αποφασίζουν να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους στη ζωή τους αυξήθηκε κατακόρυφα.
Συγκεκριμένα το 2009 τα διαζύγια ήταν 13.607, το 2020 έφτασαν τα 19.190. Πολλοί γάμοι διαλύονται και δεν είναι λίγα τα ζευγάρια που διακόπτουν τον έγγαμο βίο με χρηματικές απαιτήσεις του ενός συζύγου από τον άλλο. Δηλαδή ο ένας σύζυγος ζητάει από τον άλλο να αποζημιωθεί για την περιουσία που δημιούργησαν κατά τη διάρκεια του γάμου.
Όπως ορίζει το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτής της περιουσίας, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Επίσης υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ο ένας σύζυγος να δίνει κάποιο χρηματικό ποσό στον άλλο για να παραιτηθεί από το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 1400 του Α.Κ.
Πώς όμως αντιμετωπίζει η Εφορία τις περιπτώσεις αυτές; Το εισόδημα που αποκτά ο ένας σύζυγος από τον άλλο φορολογείται;
Το υπουργείο Οικονομικών έχει δώσει λύση στο θέμα αυτό ξεκαθαρίζοντας ότι όχι μόνο δεν θεωρείται εισόδημα και ως εκ τούτου δεν φορολογείται με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος αλλά αποτελεί έναν από τους τρόπους που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος/η για να καλύψει τα τεκμήρια.
Πιο συγκεκριμένα τα εισπραττόμενα από τη σύζυγο χρηματικά ποσά προς εξόφληση της σχετικής αξιώσεως έναντι του συζύγου για τη συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου δεν θεωρούνται, εισόδημα. Μάλιστα τα εισοδήματα αυτά αναγράφονται στους κωδικούς 781 -782 του εντύπου Ε1 της φορολογικής δήλωσης του 2023.
Τα συγκεκριμένα ποσά δεν πρέπει όμως να συγχέονται με την τυχόν καταβαλλόμενη διατροφή που λαμβάνει ο/η δικαιούχος σύμφωνα με δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη, καθόσον αυτή αποτελεί απαλλασσόμενο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.