Η απόφαση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και της εκταμίευσης της δόσης είναι πολιτική, διεμήνυσε ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, μιλώντας ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου.
“Οι πολιτικοί θα πρέπει να αποφασίσουν για την Ελλάδα και όχι οι κεντρικοί τραπεζίτες”, ανέφερε χαρακτηριστικά, ωστόσο θεωρεί ότι στην παρούσα φάση η ευθύνη για τις περαιτέρω ενέργειες βαραίνει την ελληνική κυβέρνηση, “η μπάλα βρίσκεται στο ελληνικό γήπεδο”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να καταλήξουν σε μία “ισχυρή και συνολική” συμφωνία, για το καλό όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και ολόκληρης της Ευρωζώνης. Ο ίδιος αρνήθηκε να αναφερθεί στις συνέπειες που θα είχε η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας, αρκούμενος να πει ότι δεν είναι παραγωγική η φημολογία για τις πιθανές συνέπειες και ότι μία ελληνική χρεοκοπία θα μας έβαζε σε “αχαρτογράφητα ύδατα”.
Για το θέμα του ELA ο κ. Ντράγκι ανέφερε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγησή του αποτελεί η φερεγγυότητα των τραπεζών, σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν φερέγγυες και διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις (collaterals). Όπως ανέφερε, ωστόσο, η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών στη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ έχει φθάσει τα 118 δισ. ευρω, ποσό που αντιστοιχεί στο 66% του ΑΕΠ της Ελλάδος, και είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Υποστήριξε πάντως ότι η ρευστότητα αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΚΤ για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της χώρας.
Επανέλαβε δε ότι για τον λόγο αυτό η ΕΚΤ έχει θέσει το πλαφόν στην έκδοση εντόκων γραμματίων και διαβεβαίωσε ότι η ΕΚΤ θα επανεξετάσει το πλαφόν αυτό, όταν ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τους θεσμούς και αποφασιστεί η αποδέσμευση της δόσης.
Ερωτηθείς για ποιο λόγο η ΕΚΤ αποκλείει τα ελληνικά ομόλογα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που εφαρμόζει, ο κ. Ντράγκι ξεκαθάρισε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απλώς εφαρμόζει τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί καταστατικά, και επομένως δεν μπορεί να αγοράσει ομόλογα που βρίσκονται κάτω από μία ορισμένη βαθμίδα αξιολόγησης, όπως είναι τα ελληνικά, ενώ δεν μπορεί επίσης να αγοράσει τα ομόλογα μίας χώρας η οποία βρίσκεται υπό τη διαδικασία αξιολόγησης του ΔΝΤ.