Η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί σε γενικές γραμμές την τεχνική κατά την οποία η γονιμοποίηση των θηλυκών ωαρίων με τα αρσενικά σπερματοζωάρια γίνεται εκτός σώματος, στο εργαστήριο, σε συνθήκες που μιμούνται το περιβάλλον της σάλπιγγας. Ο όρος συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα τεχνικών που έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τα υπογόνιμα ζευγάρια να αποκτήσουν ένα παιδί.
Το πρώτο παιδί εξωσωματικής γονιμοποίησης, η Louise Brown, γεννήθηκε το 1978 στην Αγγλία. Από τότε, οι τεχνικές αυτές συνεχώς διερευνώνται, αναπτύσσονται κι εξελίσσονται. Για να στραφεί ένα ζευγάρι σε αυτή την τεχνική, χρειάζεται το ένα έτος με ελεύθερη επαφή (κυρίως τις γόνιμες μέρες) χωρίς να έχει αποφέρει την επιθυμητή εγκυμοσύνη. Αν η ηλικία της γυναίκας είναι κοντά στα 40, ο χρόνος αυτός χρειάζεται να είναι 6 μήνες. Ενώ αν υπάρχει κάποιο διαγεγνωσμένο πρόβλημα σύλληψης τότε το ζευγάρι μπορεί να απευθυνθεί άμεσα στον γυναικολόγο του. Ο κυριότερος παράγοντας υπογονιμότητας θεωρείται η ηλικία της γυναίκας όπου από τα 40 – 45 έτη κι έπειτα μειώνεται κατά πολύ η φυσιολογική δυνατότητα σύλληψης. Να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε εξωσωματική τεχνική απαγορεύεται νομικά στα 50 έτη κι άνωθεν.
Στις περισσότερες περιπτώσεις χρειάζονται περίπου 4 προσπάθειες ώστε να επιτευχθεί η εξωσωματική γονιμοποίηση ενώ το κόστος της είναι αρκετά υψηλό (εκτός των φαρμάκων ή κάποια ενδεχόμενη ειδική εξέταση) η κάθε κλινικοεργαστηριακή εφαρμογή κυμαίνεται στα 2500 – 3500 ευρώ. Τέλος, δεν έχει επισημανθεί κάποια παρενέργεια / κακοήθεια από τα φάρμακα ούτε φαίνεται να έχει επιπτώσεις στο βρέφος.
Τι γίνεται όμως με την ψυχολογία της γυναίκας που μπαίνει σε μια τέτοια διαδικασία; Όπως αναφέραμε, πρόκειται για μια κατάσταση που μπορεί να χρειαστεί περισσότερες από μία προσπάθειες οπότε είναι εύλογο το γεγονός ότι το ψυχικό άγχος (αλλά και το οικονομικό στρες) θα είναι αυξημένο και θα ενισχύεται στην όποια αποτυχημένη απόπειρα μέχρι να επιτευχθεί η γονιμοποίηση. Επιπρόσθετα, το εν λόγω άγχος έχει ξεκινήσει από την πρότερη φυσιολογική προσπάθεια της γυναίκας μέχρι να στραφεί στην εξωσωματική γονιμοποίηση.
Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι η γυναίκα για ένα σταθερό διάστημα αντιμετωπίζει συνεχείς αποτυχίες και ματαιώσεις στην επιθυμία της να κάνει ένα παιδί. Συνέπειες μπορεί να είναι μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση – απογοήτευση, λύπη, θυμός – αλλά και το ταλάνισμα της αυτοεκτίμησής της – απαξίωση του εαυτού και αμφισβήτηση του εν δυνάμει μητρικού της ρόλου. Εξάλλου, χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν, η φύση της επιθυμίας που ματαιώνεται: η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί συχνά βασικό σημείο αυτοπροσδιορισμού της γυναικείας φύσης και του ρόλου της. Η μη δυνατότητα πραγμάτωσής της μπορεί να γίνει ιδιαιτέρως επιβαρυντική για την ίδια και για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κι αισθάνεται τον εαυτό της. Είναι απαραίτητη η υποστήριξη της γυναίκας από το κοντινό της περιβάλλον και κυρίως η συμπαράσταση και η συμμετοχή του συντρόφου της καθ'όλη την διαδικασία. Αυτή είναι η σχέση που θέλει να διευρυνθεί μέσω ενός παιδιού κι επομένως αυτή είναι και η βάση για να στηριχθεί γερά η γυναίκα ώστε να αντέξει τις ενδεχόμενες αποτυχίες και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες δίχως απελπισία αλλά δυναμικά κι αποφασιστικά μαζί με τον σύντροφό της.
Άλλωστε η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί κοινή απόφαση για το ζεύγος και είναι αδιαμφισβήτητα αναγκαία η κοινή προσπάθεια υλοποίησής της. Επίσης, αυτή η συναισθηματική σχέση είναι που θα ορίσει την βαρύτητα του πένθους για την απώλεια της επιθυμίας γέννησης σε περίπτωση που η κατάληξη δεν είναι επιτυχημένη γενικά. Μέσω αυτής το ζευγάρι θα μπορέσει να ξεπεράσει τούτη την δυσκολία και είτε να στραφεί σε μια υιοθεσία είτε να αρκεστεί στην μεταξύ τους συντροφικότητα.
Οι εξωσωματικές τεχνικές όμως αποδίδουν μεγάλα ποσοστά επιτυχίας οπότε η συνηθέστερη κατάληξη είναι τελικά η γέννηση ενός παιδιού. Η εμπειρία των διάφορων προσπαθειών και της αναφερόμενης διαδικασίας, είναι σίγουρο ότι θα επηρεάσει την γυναίκα προς τον μητρικό της ρόλο. Συνήθως, η ικανοποίηση μιας τόσο σημαντικής επιθυμίας έπειτα από κάποιο διάστημα, χαροποιεί την γυναίκα κι ανακουφίζει το αρνητικό φορτίο του στρες.
Επίσης, μια τέτοια διαδικασία την έχει φέρει αντιμέτωπη πιο συνειδητά με τον μητρικό ρόλο που αγωνιά να πραγματώσει, με αποτέλεσμα να τον αναλαμβάνει περισσότερο συνειδητοποιημένη, με μεγαλύτερη υπευθυνότητα αλλά και με πιο πολύ ενθουσιασμό. Από την άλλη όμως, είναι πιθανό η ήδη επιβαρυμένη ψυχολογική της κατάσταση να "λυγίσει" περισσότερο κάτω από το βάρος των νέων ευθυνών και η γυναίκα παρά την επιτυχία της εγκυμοσύνης και την ύπαρξη ενός παιδιού, να τείνει να απομακρυνθεί ή και να αποσυρθεί από την νέα κατάσταση. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι αναγκαία τόσο η στήριξη από τον σύντροφο και το ευρύτερο περιβάλλον της όσο και η υποστήριξη από έναν ειδικό.
Τέλος, όλη αυτή η συσσώρευση των αποτυχημένων προσπαθειών που σταμάτησαν με την πολυπόθητη εγκυμοσύνη, μπορεί να κάνουν την γυναίκα ως μητέρα υπερπροστατευτική απέναντι στο παιδί, εξειδανικεύοντάς το (αφού υπήρξαν τόσες δυσκολίες μέχρι να συλληφθεί) από τη μία, μετατίθοντάς του όλο το βάρος της επιλογής γέννησής του από την άλλη ("εγώ που παιδεύτηκα να σε γεννήσω", "εγώ που δεν πίστευα ότι θα μπορέσω να κάνω παιδί", κλπ).
Είναι μέγιστης σημασίας, το κάθε παιδί να γνωρίζει ότι υπήρξε γέννημα αγάπης και επιλογής από τους γονείς του. Είναι όμως εξίσσου σημαντικό για την ψυχική και συναισθηματική του ανάπτυξη να μην φορτώνεται από βαρύγδουπες ευθύνες για τούτη την ύπαρξη ώστε να μπορέσει να αναπτύξει την απαραίτητη προσωπική του αυτονομία. Διαδικασία που είτε δυσχαιρένεται είτε μένει στάσιμη στις υπερπροστατευτικές σχέσεις, με καταστρεπτικές συνέπειες για το ίδιο το παιδί αλλά και για τη σχέση του με τους γονείς του. Κλείνοντας λοιπόν, έχει αξία μια εξωσωματική εμπειρία γονιμοποίησης να μετουσιωθεί σε δύναμη για την γυναίκα και σε εμπιστοσύνη για την μητέρα προς το παιδί και την χαρά της ύπαρξής του.
Γράφει η Μαρία Μάρκου για το k-mag.gr