Σκότωσε πέντε συναδέλφους του και τραυμάτισε άλλους εννέα ανθρώπους μέσα στην τράπεζα που εργαζόταν
Ο 23χρονος τραπεζικός υπάλληλος που χθες Δευτέρα πυροβόλησε και σκότωσε πέντε συναδέλφους του, και τραυμάτισε άλλους εννέα ανθρώπους στο υποκατάστημα της Old National Bank όπου εργαζόταν, είχε αγοράσει νόμιμα το τυφέκιο εφόδου που χρησιμοποίησε στην επίθεση, ανέφερε σήμερα σε δημοσιογράφους η αρχηγός της αστυνομικής διεύθυνσης του Λούισβιλ, Τζάκλιν Γκουίν-Βιλαροέλ. Το όπλο είχε αγοραστεί από κατάστημα στις 4 Απριλίου, διευκρίνισε.
Ο ένοπλος τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμό, ανακοίνωσε η αστυνομία, χωρίς να διευκρινίσει αν ο ίδιος έβαλε τέλος στη ζωή του ή αν σκοτώθηκε από πυρά αστυνομικών.
Ο 23χρονος Κόνορ Στέρτζον ήταν υπάλληλος της τράπεζας και, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες του CNN, είχε μόλις ενημερωθεί ότι θα απολυόταν.
Αστυνομικοί έσπευσαν στην τράπεζα λίγα λεπτά αφότου το τηλεφωνικό κέντρο δέχθηκε τις πρώτες κλήσεις για πυροβολισμούς, γύρω στις 08:30 (τοπική ώρα, 15:30 ώρα Ελλάδος). Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν εναντίον του δράστη, ο οποίος μετέδιδε απευθείας εικόνες της επίθεσης στο διαδίκτυο.
Από τα πυρά του 23χρονου σκοτώθηκαν οι Τζόσουα Μπάρικ (40 ετών), Ντιάνα Έκερτ (57 ετών), Τόμας Έλιοτ (63 ετών), Τζουλιάνα Φάρμερ (45 ετών) και Τζέιμς Τατ (64 ετών).
Από τους εννέα τραυματίες, τρεις νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση. Μεταξύ αυτών είναι ένας 26χρονος αστυνομικός που πυροβολήθηκε στο κεφάλι και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Άλλος ένας αστυνομικός νοσηλεύεται με ελαφρύτερα τραύματα, μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Σύμφωνα με τον λογαριασμό που διατηρεί στο Facebook η μητέρα του δράστη, ο Κόνορ Στέρτζον μεγάλωσε στη Νότια Ιντιάνα, βόρεια του Λούισβιλ. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους της, φοίτησε στο λύκειο Floyd Central, όπου υπήρξε αθλητής στίβου και αγωνιζόταν στην ομάδα μπάσκετ όπου προπονητής ήταν ο πατέρας του, Τοντ. Το 2016 άρχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα.
Η ένοπλη βία αποτελεί μάστιγα στις ΗΠΑ, όπου από την αρχή του έτους έχουν καταγραφεί 146 «mass shootings» (σ.σ. όρος που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές αρχές για επιθέσεις με πυροβόλα όπλα που έχουν ως απολογισμό τέσσερα ή περισσότερα θύματα), σύμφωνα με τον εξειδικευμένο ιστότοπο Gun Violence Archive. Ο αριθμός αυτός είναι ο μεγαλύτερος που έχει καταγραφεί (σε αυτήν την χρονική περίοδο του έτους) από το 2016.