Με αφορμή τη συμπλήρωση 71 χρόνων από τη σφαγή στο χωριό Δίστομο του νομού Βοιωτίας, στις 10 Ιουνίου του 1944, τα θύματα και οι οικογένειές τους εξακολουθούν να στερούνται δικαιοσύνης και επανορθώσεων, επισημαίνεται σε ανακοίνωση από το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η επιτυχής μέχρι σήμερα αξίωση για κρατική ασυλία εκ μέρους της Γερμανίας, προσθέτει, τους έχει στερήσει τις επανορθώσεις εκείνες που θα τους προσέφεραν ένα αίσθημα δικαιοσύνης.
“Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ένα κράτος έχει ασυλία έναντι αξιώσεων για επανορθώσεις για εγκλήματα πολέμου πρέπει να απορριφθεί και τα θύματα των εγκλημάτων πολέμου πρέπει να είναι σε θέση να λάβουν αποζημιώσεις”, δήλωσε ο Γιώργος Κοσμόπουλος, επικεφαλής της Διεθνούς Αμνηστίας στην Ελλάδα.
Όπως έχει εξηγήσει η Διεθνής Αμνηστία, όλα τα θύματα εγκλημάτων πολέμου, ήδη από το 1907, έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν αποζημιώσεις από τα κράτη, για εγκλήματα πολέμου που εκείνα διέπραξαν. Αυτή η υποχρέωση αποζημιώσεως δεν είναι απλά υποχρέωση μιας συνθήκης, αλλά πλέον είναι και μέρος του εθιμικού διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Ανατρέχοντας στην υπόθεση του Διστόμου, η οργάνωση κάνει μια σύντομη αναφορά: Στην Ελλάδα, το αίτημα επανορθώσεων κατά της Γερμανίας υποβλήθηκε από τους συγγενείς των θυμάτων της σφαγής στο ελληνικό χωριό Δίστομο, όπου στις 10 Ιουνίου 1944 γερμανικές ένοπλες δυνάμεις σκότωσαν εκατοντάδες άμαχους, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών. Το 2000, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση που εκδόθηκε το 1997 από το ελληνικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Γερμανίας περί δικαστικής ασυλίας και επιδίκασε αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων. Ο τότε Έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης, ωστόσο, αρνήθηκε να χορηγήσει την άδεια που απαιτείται για να εκτελεστεί η απόφαση.
Στην περίπτωση της σφαγής του Διστόμου τα θύματα δεν ήταν σε θέση να λάβουν αποζημιώσεις με διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες στη Γερμανία, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε οποιαδήποτε επιτροπή αποζημιώσεων ή δια της διπλωματικής προστασίας ούτε από την Ιταλία ή ούτε από την Ελλάδα. Έχοντας εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες και, ως εκ τούτου, χωρίς εναλλακτική λύση, αναζήτησαν αποκατάσταση σε ξένα δικαστήρια. Οι ενάγοντες του Διστόμου, στη συνέχεια, άσκησαν προσφυγή κατά της Ελλάδας και της Γερμανίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, το 2002 έκρινε την προσφυγή ως μη-παραδεκτή για το λόγο ότι η Γερμανία είχε δικαστική ασυλία.
Τα θύματα στη συνέχεια επιδίωξαν με επιτυχία να επιβάλουν τις αποφάσεις μέσω ιταλικών δικαστηρίων. Η Γερμανία αρνήθηκε να παράσχει την αποζημίωση που είχε επιδικαστεί από τα ιταλικά δικαστήρια και, αντ' αυτού, στις 23 Δεκεμβρίου 2008, κίνησε τη διαδικασία κατά της Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης υποστηρίζοντας ότι η Ιταλία είχε παραβιάσει την ασυλία της.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2012 το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης στη Χάγη επιβεβαίωσε ότι η Γερμανία είχε νομική ασυλία έναντι μηνύσεων για αποζημιώσεις σε διεθνή δικαστήρια από θύματα των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου, κατά παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Διεθνής Αμνηστία υποστήριξε και σε εκείνη την περίσταση το δικαίωμα των θυμάτων να λαμβάνουν αποζημιώσεις.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου θεώρησε ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είχε κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μετέτρεψε ουσιαστικά το δικαίωμα αποζημίωσης για εγκλήματα πολέμου σε ένα δικαίωμα χωρίς ένδικο μέσο για την εκπλήρωσή του. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις της κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία και την Ελλάδα, και παραδέχτηκε ότι η απόφασή του μπορεί να αποτρέψει τα θύματα από το να λάβουν αποζημίωση. Ωστόσο, είπε ότι οι αξιώσεις “θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω διαπραγμάτευση” μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας “με σκοπό την επίλυση του ζητήματος”.
Στο βαθμό που η Διεθνής Αμνηστία γνωρίζει, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία διαπραγμάτευση έως και σήμερα με σκοπό την παροχή αποζημίωσης στα θύματα. “Αν και δεν θα πρέπει να υπάρχει κρατική ασυλία για εγκλήματα πολέμου, πιστεύουμε ότι οι διαπραγματεύσεις εκείνες που θα παράσχουν αποζημιώσεις και επιτέλους ένα αίσθημα δικαιοσύνης για τα θύματα και τις οικογένειές τους πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα”, αναφέρει ο κ. Κοσμόπουλος.