Ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι καταδίκασε με έντονο τρόπο σήμερα την προσέγγιση ανάμεσα στους Σοσιαλιστές και το Podemos, που φέρονται να έχουν στόχο να φράξουν τον δρόμο στους υποψηφίους της δεξιάς σε πολλές περιφέρειες και δήμους, κάνοντας λόγο περί απόφασης που ελήφθη με “ελαφρότητα” και ενός “τρομερού λάθους”.
“Οι συμφωνίες για τη δημιουργία συμμαχιών τεσσάρων ή πέντε δυνάμεων της άκρας αριστεράς είναι βαθιά αντιδημοκρατικές”, έκρινε ο Ραχόι, ο οποίος αφιέρωσε πολλά λεπτά στο θέμα αυτό κατά τη διάρκεια μιας κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε με τον Μαροκινό ομόλογό του Αμπντελιλάχ Μπενκιράν.
Ο Ραχόι, ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, που κυβερνά την Ισπανία από το 2011, τοποθετήθηκε οκτώ ημέρες πριν από την προθεσμία για την ανάδειξη των δημάρχων και των αυτοδιοικητικών αξιωματούχων μετά τις περιφερειακές και τις δημοτικές εκλογές της 24ης Μαΐου, το Σάββατο 13η Ιουνίου.
Το βράδυ της Τετάρτης ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών Πέδρο Σάντσεθ δείπνησε με τον Πάμπλο Ιγκλέσιας, τον επικεφαλής του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς Podemos, με τον οποίο φέρονται να επιχειρούν μια προσέγγιση για να σχηματιστούν πλειοψηφίες της αριστεράς, ιδίως στην Μαδρίτη. Στην ισπανική πρωτεύουσα κυβερνά η δεξιά από το 1991. Θεωρούνται πιθανές άλλες συμφωνίες συμμαχιών σε τουλάχιστον έξι από τις 17 περιφέρειες.
Ο Σάντσεθ εμφανίστηκε να αποκλείει κάθε πιθανότητα συμμαχίας με το Λαϊκό Κόμμα, όπως επιθυμούν ορισμένοι πολιτικοί της δεξιάς, εναντίον του Podemos.
“Το ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις μου φαίνεται αληθινά αντιδημοκρατικό και βαθιά απρεπές”, τόνισε από τη δική του πλευρά ο Ραχόι. “Αυτού του είδους η πολιτική δεν παράγει παρά αβεβαιότητα και αστάθεια. Είναι ένα τρομερό λάθος που διαπράττεται λόγω της ελαφρότητας ορισμένων, που υπάρχει κίνδυνος να κοστίσει πολύ ακριβά σε όλους τους Ισπανούς”, πρόσθεσε.
Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τα μεγάλα κόμματα συνεργάζονται με “σοσιαλδημοκράτες, με λαϊκά κόμματα, αλλά όχι με εξτρεμιστές”, είπε ο Ραχόι.
Οι εκλογές του Μαΐου, τις οποίες το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε μεν αλλά υπέστη μεγάλη μείωση του ποσοστού του (27% των ψήφων, επίδοση κατά 10% κατώτερη από εκείνη του 2011, ακολουθούμενο από τους Σοσιαλιστές με 25%), διεξήχθησαν περίπου έξι μήνες πριν από τις βουλευτικές, στις οποίες μια συμμαχία όλων των κομμάτων της αριστεράς θα μπορούσε να κερδίσει τη δεξιά, εάν οι τάσεις που καταγράφηκαν στις τοπικές αναμετρήσεις παραμείνουν αμετάβλητες στις εθνικές εκλογές.