Ανυποχώρητοι φαίνεται πως είναι οι δανειστές της Ελλάδας, οι οποίοι φέρονται να έχουν θέσει στον Αλέξη Τσίπρα διορία να απαντήσει επί του σχεδίου συμφωνίας το οποίο ετοίμασαν ως απάντηση στην ελληνική πρόταση και θα παρουσιαστεί σήμερα στην Αθήνα. Όπως προέκυψε από την ενημέρωση που έκανε η Κριστίν Λαγκάρντ στο ΔΣ του ΔΝΤ - και αφού απαίτησε από όλους πλήρη εχεμύθεια στην πληροφόρηση - η μπάλα είναι αποκλειστικά στο γήπεδο της ελληνικής πλευράς. «Πρέπει να βρούμε λύση», φέρεται να είπε και «τώρα είναι οι Έλληνες που πρέπει να αποφασίσουν».
Σύμφωνα με το Mega, η επικεφαλής του ΔΝΤ ήταν πολύ προσεκτική στις δηλώσεις της, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες. Η κυρία Λαγκάρντ φαίνεται πως έκανε μια τακτική υποχώρηση στο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους και να είπε ότι είμαστε κοντά στo τέλος της προθεσμίας, αλλά τόνισε πως δεν ξέρουμε τι θα κάνει η Ελλάδα.
Ανώτερος αξιωματούχος υπό καθεστώς ανωνυμίας είπε μετά τη συνεδρίαση ότι "είμαστε πιο κοντά σε συμφωνία από χθες και λιγότερο από αύριο". Σε ερώτηση για το εάν συζητήθηκε ένα νέο πρόγραμμα είπε ότι δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό.
Σύμφωνα με πηγές που έχουν πρόσβαση στο Ταμείο και στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η παρουσίαση της κατάστασης από την κ. Λαγκάρντ «μπέρδεψε λίγο» τα μέλη του Δ.Σ., διότι «το μήνυμα της ήταν λίγο ασαφές».
Μπροστά στο κλίμα αβεβαιότητας και τις αυξανόμενες φωνές στην Κομισιόν που δεν βλέπουν συμφωνία στον ορίζοντα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης μιλώντας στο Mega ξεκαθάρισε ότι «αν δεν υπάρχει προοπτική συμφωνίας, δεν θα πληρώσουμε τα χρήματα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».
Oι Financial Times εκτιμούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το κατά πόσον η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικού πλεονάσματος που θα συμπεριληφθούν στο συμφωνηθέν κείμενο.
Το ΔΝΤ παραμένει επιφυλακτικό και συνεχίζει να αναζητά διασφαλίσεις ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα συμφωνήσουν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους –το μεγαλύτερο μέρος του οποίου βρίσκεται στα χέρια των πιστωτών της ΕΕ–, εάν δεν συμφωνηθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και οι στόχοι δεν εκπληρωθούν.