Το δικαστήριο κάνει λόγο για ειδικές συνθήκες
«Όχι» είπε το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας στους προσφεύγοντας κατά της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ρεύματος η οποία έχει «παγώσει» για 12 μήνες.
Το δικαστήριο, με μια πολυσέλιδη απόφαση, απέρριψε τις αγωγές που κατατέθηκαν σε βάρος της ΔΕΗ από τις καταναλωτικές οργανώσεις, Δικηγορικούς Συλλόγους, Ομοσπονδίες επαγγελματιών, συλλόγους και καταναλωτές με τις οποίες την κατηγορούν για «αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» και ζητούν την ακύρωση της ρήτρας.
Κάνοντας εκτενή αναφορά στις οδηγίες και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρική ενέργεια, την εναρμόνιση της χώρας μας με τον κοινοτικό δίκαιο, τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει ιστορικά τη λειτουργία και τη δραστηριότητα της ΔΕΗ οι δικαστές σημειώνουν στην απόφαση τους ότι «η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας έχει πλέον αναχθεί σε χρηματιστηριακό προϊόν και διαμορφώνεται από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας» προσθέτοντας πως «η ρήτρα όχι μόνο δεν είναι αδόκιμη αλλά συνιστά μία συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου η τιμολογούμενη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στην αρχής της κοστοστρέφειας.»
Στο σκεπτικό, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι « οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου. Ο καταναλωτής που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή αλλά σε κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου οι εν λόγω ρήτρες, όπως κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας».
Στην απόφαση επισημαίνεται πως η ΔΕΗ, προχώρησε στην ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής από τις 5 Αυγούστου του 2021 καθ’ υπόδειξη της ΡΑΕ, αφού είχε γνωστοποιήσει στο καταναλωτικό κοινό την πρόθεση εφαρμογής της από τις 11 Μαρτίου του 2021.« Κατά το χρόνο εισαγωγής της ρήτρας, ο καταναλωτής είχε στη διάθεσή του όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για να λάβει μία τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής», αναφέρεται στην απόφαση στην οποία σημειώνεται ότι η ΡΑΕ, στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας αποφάσισε να συστήσει την εφαρμογή της ρήτρας. . «Σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης της ΡΑΕ, η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρήτρας επαφίεται στη δυνητική ευχέρεια των προμηθευτών και αναγνωρίζεται η δυνατότητά τους να υιοθετήσουν άλλα ισοδύναμα μέτρα…. Επομένως κάθε προμηθευτής δύναται να προσδιορίσει δική του ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τον πιθανό κίνδυνο… Η ΡΑΕ λειτούργησε προληπτικά και επέβαλε μέτρα που έχουν τη μορφή σύστασης προς τους προμηθευτές. ..», τονίζουν οι δικαστές οι οποίοι αναγνωρίζουν τη δυνατότητα των προμηθευτών να προσαρμόζουν την τιμή, «ακολουθώντας τις μεταβολές του κόστους που έχει για τους ίδιους η ηλεκτρική ενέργεια».
Το δικαστήριο κάνει λόγο για ειδικές συνθήκες σημειώνοντας , μάλιστα, ότι «το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 5.8.2021 η ραγδαία αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας διεθνώς δεν μπορούσε να προβλεφθεί», δικαιολογεί πλήρως την εφαρμογή της ρήτρας. «Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της σχετικής ρήτρας δεν είναι ούτε το όφελος ούτε η βλάβη του πελάτη αλλά η συμμόρφωση της εναγόμενης προς τις προβλεπόμενες στον ΚΠΗΕ αρχές τιμολόγησης ήτοι την αρχή διαφάνειας ως εξειδικεύτηκε με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ» τονίζεται στην επίμαχη απόφαση στην οποία , ωστόσο, υπογραμμίζεται πως με βάση τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Απρίλιο του 2013), οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι διαφανής, σαφής ως προς τον υπολογισμό του στον καταναλωτή και να του προσφέρει επαρκείς επιλογές στη διαχείριση του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών . «Ειδικότερα, οι ρήτρες αναπροσαρμογής πρέπει να εκθέτουν κατά τρόπο διαφανή την αιτία και τη μέθοδο μεταβολής του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να ελέγχει τη μεταβολή της τιμής με σαφή, αντικειμενικά κι επαληθεύσιμα κριτήρια», αναφέρεται χαρακτηριστικά και προσθέτει πως «η ΔΕΗ μπορεί με τη δική της μόνο θέληση οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς του Συμβολαίου να αναπροσαρμόζει τροποποιεί τους όρους και το τιμολόγιο ενώ ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να το καταγγείλει».
Σύμφωνα με την απόφαση, « ο προμηθευτής υποχρεούται να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα να λύσει τη σύμβαση, οφείλει δηλ. να του επιτρέπει να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση στο μέτρο που κρίνει ότι είναι ασύμφορη για αυτόν η αναπροσαρμογή».
Το δικαστήριο επικαλείται αποφάσεις του ΔΕΕ και τονίζει ότι θα πρέπει να μπορεί όντως το δικαίωμα του καταναλωτή να ασκηθεί. «Κάτι τέτοιο δεν θα ισχύει κατά το ΔΕΕ όταν ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει προμηθευτή ή όταν δεν έχει ενημερωθεί με το δέοντα τρόπο και εγκαίρως για την επικείμενη τροποποίηση».
Πάντως η απόφαση θεωρεί ότι «η ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής θα προκύπτει ως εξαιρετική περίπτωση όταν οι τιμές του μεταβλητού μεγέθους Χ κινούνται σε επίπεδα δυσχερώς προβλέψιμα» ενώ «η ΔΕΗ μπορεί με τη δική της μόνο θέληση οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς του Συμβολαίου να αναπροσαρμόζει τροποποιεί τους όρους και το τιμολόγιο ενώ ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να το καταγγείλει».
Υπενθυμίζεται ότι στις αγωγές, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι η ΔΕΗ «καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενεργούσα υπό διττή και εναλλασσόμενη κατά το δοκούν περίπτωση, άλλοτε ως προμηθεύτρια και άλλοτε ως παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, μετήλθε αθέμιτες και δη αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συνιστάμενες αφενός στην εφαρμογή των παραπάνω άκυρων, ως αδιαφανών, γενικών όρων, αφετέρου στην παραπλανητική παράλειψη παροχής ουσιωδών πληροφοριών περί της διαδικασίας τιμολογησης, επέβαλε μονομερώς και χωρίς να προβλέπεται στις συμβάσεις προμήθειας τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία δημιουργώντας πλήρη σύγχυση ως προς τις χρεώσεις και τρόπο υπολογισμού τους, με αποκλειστικό σκοπό να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε…».