Η όπερα με τις ντίβες της, τη δραματική πλοκή και την υψηλή αισθητική, υπήρξε πάντα πηγή έμπνευσης για τους μεγαλύτερους σχεδιαστές μόδας.
Το 1980 ο Καρλ Λάγκερφελντ, φανατικός οπαδός της όπερας, σχεδίασε τα κοστούμια για την παραγωγή του Λούκα Ρονσόνι στα «Παραμύθια του Χόφμαν» (Les Contes d'Hoffmann), του Ζακ Όφενμπαχ, όπερα η οποία ανέβηκε στο Maggio Musicale Fiorentino. Αφορμή στάθηκε το γεγονός ότι στη σκηνή τα υπέροχα φορέματα υψηλής ραπτικής του φαίνονταν «ασήμαντα και αναιμικά». Πίστευε ότι αυτό που χρειαζόταν στα κοστούμια της όπερας ήταν «μία ευρεία αισθητική πάνω στο ίδιο κόνσεπτ με κοστούμια που εντυπωσιάζουν από μακριά».
Η προσπάθεια αυτή του Λάγκερφελντ αποτέλεσε μάθημα για πολλούς σχεδιαστές στα μετέπειτα χρόνια, καθώς κλήθηκαν να σχεδιάσουν ρούχα για παραστάσεις όπερας.
Mάλιστα το 2009 και το 2010 τουλάχιστον δέκα σχεδιαστές δημιούργησαν τα κοστούμια για γνωστές παραγωγές .
Ανάμεσά τους ο Τομ Φορντ, ο Κριστιάν Λακρουά, η Μιούτσια Πράντα, ο Εμανουέλ Ουγκαρό, το σχεδιαστικό δίδυμο Βίκτορ και Ρολφ, ο Οττάβιο και Τάι Μισσόνι, ο Μαρκ Μπόχαν, η Ζάντρα Ρόουτς και ο οίκος Βερσάτσε.
Αυτό όμως που κάνει όμως τους σχεδιαστές μόδας να κερδίζουν τις σκηνές της όπερας, είναι η αγάπη και ο ενθουσιασμός τους γι αυτήν. Πολλοί από τους σχεδιαστές - κυρίως ο Λάγκερφελντ και ο Ουνγκαρό- ήταν από τους πιο φανατικούς και δογματικούς οπαδούς της όπερας.
O Κριστιάν Λακρουά έμαθε να αγαπάει το λυρικό θέατρο από τα χρόνια της εφηβείας του, οπότε ήρθε ως φυσικό επακόλουθο ο σχεδιασμός κοστουμιών για περισσότερες από 15 όπερες, συχνά σε συνεργασία με τον Βίνσεντ Μπουσάρντ.
Ακόμη και οι σχεδιαστές που αγάπησαν πιο πρόσφατα την όπερα , όπως το ολλανδικό σχεδιαστικό ζευγάρι Βίκτορ και Ρολφ (που δημιούργησαν τα κοστούμια για την παραγωγή του Ρόμπερτ Γουίλσον, Der Freischütz στο Μπάντεν-Μπάντεν Φεστιβάλ) ενθουσιάστηκαν μπαίνοντας στον κόσμο της όπερας. Όλοι οι σχεδιαστές που έχουν ασχοληθεί με τα κοστούμια για οπερετικά έργα απόλαυσαν την δημιουργική ελευθερία που τους παρείχε αυτή η εμπειρία.
Πολλοί σχεδιαστές εκτίμησαν την ευκαιρία που τους δόθηκε να σχεδιάσουν ρούχα για διαφορετικούς σωματότυπους, ενώ οι περισσότεροι στάθηκαν στη σημασία διευκόλυνσης των ρούχων στις δυσκολίες και στην έντονη σωματική προσπάθεια που καταβάλουν οι ηθοποιοί ερμηνεύοντας τους ρόλους τους. Όλοι τους όμως λάτρεψαν το γεγονός ότι ήταν απελευθερωμένοι από την εμπορική επιτυχία των δημιουργιών τους.
Με δερμάτινα παλτό και άνιμαλ πριντ πλαισιώθηκε η παραγωγή του Πιέρ Αουντί, «Αττίλας» που ανέβηκε στην Όπερα Μετροπόλιταν από την Πράντα. Η Ζάντρα Ρόουζ εντυπωσίασε με τις πλισέ σε χρυσό και λαμέ, αλλά και στο χρώμα του δέρματος δημιουργίες της για την Aida (στη Μεγάλη Όπερα του Χιούστον και Όπερα του Σαν Φρανσίσκο).
Εξαίρεση αποτέλεσαν τα κοστούμια που δημιούργησε ο οίκος Αρμάνι το 1995 για την όπερα«Έτσι κάνουν όλες» (Cosi fan tutte) του Μότσαρτ , στο Κόβεν Γκάρντεν, σε παραγωγή Τζόναθαν Μίλερ . Εκείνα που επιλέχθηκαν ήταν σκόπιμα σύγχρονα από την κολεξιόν του Εμπόριο Αρμάνι. Τα ρούχα άρεσαν τόσο πολύ στους ηθοποιούς ώστε ζήτησαν, εφόσον είχαν την δυνατότητα, να τα κρατήσουν.
Οι δύο γοητευτικοί κόσμοι της τέχνης και του θεάματος συναντιούνται και φέτος, στον μέχρι πρότινος εκθεσιακό χώρο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, στο Ωδείο Αθηνών, στις 21 Μαΐου. Τίτλος της φετινής συνάντησης «Il sogno», με καλεσμένη τη μεγάλη κυρία της ελληνικής μόδας, Λουκία, η οποία εμπνέεται από άριες και αποσπάσματα των Ντβόρζακ, Μπερλιόζ, Μασνέ, Ραχμάνινοφ, Λέχαρ, Όφενμπαχ, Πουτσίνι, Ντονιτσέτι κ.ά και αποτυπώνει την προσωπική της σφραγίδα στην βραδιά. Τη σκηνοθεσία και την κίνηση υπογράφει ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Στο πιάνο και στη μουσική επιμέλεια της βραδιάς ο Δημήτρης Γιάκας. Πρωταγωνιστούν οι μονωδοί της ΕΛΣ Βασιλική Καραγιάννη (σοπράνο), Μαρία Κόκκα (σοπράνο), Νίκος Στεφάνου (τενόρος), Τάσος Αποστόλου (βαθύφωνος) κ.α. Συμπράττουν επίσης χορευτές του Μπαλέτου, αλλά και σπουδαστές της Σχολής Χορού της ΕΛΣ.