Tι κατέθεσε, για δεύτερη μέρα, ο πραγματογνώμονας Δημήτρης Λιότσιος
Στο «στόχαστρο» της υπεράσπισης των κατηγορουμένων για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι βρέθηκε η μαρτυρία του πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου η κατάθεση του οποίου θεωρείται κομβικής σημασίας για την υπόθεση, λόγω των ειδικών γνώσεων του.
Οι τόνοι ανέβηκαν στην κατάμεστη δικαστική αίθουσα όταν συνήγοροι υπεράσπισης με αίτημα- ένσταση ζήτησαν να διαγραφεί από τα πρακτικά το πρώτο μέρος της κατάθεσης του μάρτυρα και στη συνέχεια να απαντά μόνο σε ερωτήσεις χωρίς να αναπτύσσει σκέψεις και κρίσεις. «Έχει δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα και όχι του μάρτυρα» ήταν το θέμα που τέθηκε αρχικά ενώ έτερος συνήγορος σημείωσε «Θα ήταν και ηθικά και νομικά ανεπίτρεπτο με 104 νεκρούς να ζητούσαμε να μην καταθέσει ο κ. Λιότσιος ή να ζητήσουμε την εξαίρεσή του. Αυτό που λέμε είναι ότι δεν μπορεί να διαβάζει σημειώσεις, αλλά να τις συμβουλεύεται». Η πλευρά της υποστήριξης της κατηγορίας τόνισε πως «είναι ο σημαντικότερος μάρτυρας στη δίκη» ενώ υπενθύμισε ότι «σε μία από τις καταθέσεις του στον ανακριτή έχει καταγγείλει ότι υπέστη δολιοφθορά σε κάποιο όχημά του και ότι έχει δεχθεί απειλές».
Ο εισαγγελέας ζήτησε την απόρριψη της ένστασης και καταχειροκροτήθηκε από συγγενείς θυμάτων με συνήγορο υπεράσπισης στη συνέχεια να κάνει λόγο για «συνθήκες ποδοσφαίρου» ζητώντας να αποβληθούν από την αίθουσα συγγενείς θυμάτων επειδή σχολιάζουν. «Κανένας στην αίθουσα δεν σέβεται τους κατηγορούμενους» ανέφερε χαρακτηριστικά ο συνήγορος με τους συγγενείς θυμάτων να αντιδρούν φωνάζοντας: «Ντροπή, εσείς δεν σέβεστε τους νεκρούς».
Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε, ομόφωνα, να επιτρέψει την εξέταση του κ. Λιότσιου και ως μάρτυρα και ως πραγματογνώμονα τονίζοντας πως μπορεί να χρησιμοποιεί τις σημειώσεις «για την υποβοήθηση της μνήμης, αλλά όχι για ανάγνωση».
Ο Δημήτρης Λιότσιος, συνεχίζοντας την κατάθεση του, μίλησε για παραλείψεις ετεροχρονισμένες αποφάσεις και λάθη που έγιναν στον επιχειρησιακό σχεδιασμό πριν από την έναρξη της πυρκαγιάς στο Μάτι και καθόρισαν τις εξελίξεις.
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι οι αρμόδιοι δεν κινήθηκαν έγκαιρα δίνοντας εντολή για γενική επιφυλακή ενώ επανέλαβε πως θα έπρεπε από την προηγούμενη μέρα να υπάρξει πρόβλεψη για εναέρια επιτήρηση. Μάλιστα, «έδειξε» ως υπεύθυνο του σχεδιασμού εναέριας επιτήρησης τον τότε διοικητή του ΕΣΚΕ.
Μάρτυρας: Ο διοικητής του ΕΣΚΕ έχει μεν το γενικό πρόσταγμα, αλλά δεν ενεργεί αυτοβούλως. Πρέπει να πάρει άδεια από τη φυσική ηγεσία, να την έχει ενημερώσει.
Πρόεδρος: Με ποιον έπρεπε να συνεννοηθεί για τα αεροσκάφη της εναέριας επιτήρησης;
Μάρτυρας: Το αίτημα είναι υπό την ευθύνη και την εποπτεία του υπαρχηγού επιχειρήσεων.
Πρόεδρος: Ο υπαρχηγός έπρεπε να δώσει την εντολή;
Μάρτυρας: Μπορούσε και μόνος του να το κάνει. Ο υπαρχηγός μπορεί να ελέγχει το ΕΣΚΕ και να πει "έγιναν αυτά".
Πρόεδρος: ο Αρχηγός;
Μάρτυρας: Ο Αρχηγός οφείλει να είναι ενήμερος για τα πάντα, ότι όλες οι προβλεπόμενες ενέργειες έγιναν.
Πρόεδρος: Από μόνος του ο Αρχηγός έχει υποχρέωση;
Μάρτυρας: Έχει όλη την ευθύνη του Πυροσβεστικού Σώματος. Οφείλουν όλοι να τον ενημερώνουν.
Πρόεδρος: Στις 23/7/18 έγινε εναέρια επιτήρηση στην Αττική;
Μάρτυρας: Ναι, αλλά με αεροσκάφη ιδιωτικής αερολέσχης. Επειδή άργησε το αίτημα να σταλεί από το ΕΣΚΕ. Αντί για τις 8.00 το χαρτί έφτασε στις 9.59. Δεν ξέρω γιατί έγινε αυτή η καθυστέρηση.
Ο πραγματογνώμονας επανέλαβε πως τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρξαν δυσλειτουργίες στις απογειώσεις αεροσκαφών λόγω των καιρικών συνθηκών τονίζοντας ότι έπρεπε εγκαίρως να είχε ληφθεί μέριμνα για τη μεταστάθμευση τους . Η πρόεδρος κάλεσε το μάρτυρα να απαντήσει εάν το Πετζετέλ θα μπορούσε να έχει ενεργήσει και να σβήσει τη φωτιά της Κινέττας που εκδηλώθηκε το πρωί της ίδιας ημέρας, με τον πραγματογνώμονα να απαντά ότι θα μπορούσε να συνδράμει στον περιορισμό της. Ο μάρτυρας εστίασε στην «ατελέσφορη», όπως τη χαρακτήρισε, απόφαση να τεθούν σε γενική επιφυλακή οι πυροσβεστικές δυνάμεις της Αττικής το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, αφού η φωτιά από την Νταού Πεντέλης είχε φτάσει στο Μάτι και στο Νέο Βουτζά.
«Στις 13.30 θα έπρεπε να δοθεί εντολή για γενική επιφυλακή, μιας και είχε αρχίσει η απομάκρυνση πολιτών στην Κινέττα», κατέθεσε ο κ. Λιότσιος και συνέχισε λέγοντας: «Στις 17.30 που δόθηκε η εντολή για γενική επιφυλακή... Σε λιγότερο από μία ώρα κανείς δεν θα προλάβαινε να βρίσκεται στην υπηρεσία του. Στις 7 παρά 10 η φωτιά είχε φτάσει ήδη στη θάλασσα. Όφειλαν οι υπηρεσίες της Αττικής να είναι σε επιφυλακή και να έχουν επανδρωμένα όλα τα οχήματα».