Ανατριχίλα προκαλούν οι συγκλονιστικές περιγραφές ανθρώπων που γλίτωσαν από την πύρινη λαίλαπα για τους δικούς τους που χάθηκαν για πάντα
Η κόλαση που βίωσαν μέσα στις φλόγες ολόκληρες οικογένειες, που αναγκάστηκαν να χωριστούν από τους αγαπημένους τους, για να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι, ξετυλίγεται μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που καταθέτουν ενώπιον του δικαστηρίου.
«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις, ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή» είπε κλαίγοντας απευθυνόμενη στους δικαστές η Αγγελική Κωνσταντάκη, η οποία πάνω στον πανικό έχασε τη μητέρα της και η ίδια νοσηλεύτηκε με εγκαύματα. «Έχασα τη μητέρα μου, φίλους, παιδιά, κινδύνευσαν τα παιδιά μου και δεν έχω ακούσει ούτε ένα συγγνώμη. Όλα έγιναν καλά και έχουμε 104 νεκρούς και 58 σοβαρούς τραυματισμένους… Καήκαμε και υπάρχουν άνθρωποι, που δεν μπορούν να πληρώσουν τις κρέμες τους, δεν μπορούν να δουλέψουν… Ούτε αυτό αναγνωρίστηκε» ανέφερε έντονα συγκινημένη.
Η μάρτυρας σημείωσε, πως δεν υπήρχε καμία ενημέρωση και βοήθεια. «Δεν είχαμε λόγο να καθίσουμε να καούμε» ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε λέγοντας: «Η φωτιά σταμάτησε, γιατί τη σταμάτησε ο αέρας. Από ατυχία καήκαμε εμείς και από τύχη δεν κάηκαν και άλλοι». Ανέφερε ακόμη, πως ενημερώθηκαν στις 16:50 από μια φίλη για τη φωτιά στο Νταού. «Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα, δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 6:00 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνους, ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η κάπνα γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 6:20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα. Βλέπω στο λιμάνι, ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμαξι και κάνω επιτόπου να παω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Ξέροντας το Μάτι, άφησα το αμαξι μου σε μια πολυκατοικία στο Μάτι. Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε» περιέγραψε.
Συνέχισε λέγοντας πως «άρχισε να βρέχει καύτρες», κάνοντας την κατάβαση προς τη θάλασσα δυσκολότερη. «Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε σε ένα κορμό κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε, ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει, να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε, ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου, με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθισα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα».
Για 6 ώρες παρέμεινε στην παραλία, γνωρίζοντας ότι η μητέρα της είχα πλέον χαθεί. «Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Ακουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους. Έμεινα εξι ώρες εκεί. Κατά τις 12:30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκει. Άρχισαν κάποιες εκρήξεις. Επειδή δε μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα, με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοί μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους» ανέφερε φορτισμένη.
«Εγω βρέθηκα μόνη, καμένη, πονεμένη και μη ξέροντας τι έχει γίνει. Συναντούσα φίλους, γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα. Ο άντρας μου πήγε στο σημείο, που ήταν η μητέρα μου. Τη βρήκε και οδήγησε εκεί κάποιους αστυνομικούς και γύρισε σπίτι μας. Το επόμενο πρωί είπα να βρω ένα γιατρό, να μου δέσει το πόδι. Όταν με είδε ο γιατρός, με έστειλε στο "Γεννήματα". Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα παρά πολύ δύσκολα πράγματα» κατέθεσε.
«Κρυβόμουν στις σπηλιές για να μην με κάψει η φωτιά»
Τις δραματικές ώρες που έζησε όταν έχασε τη σύντροφο του στο Μάτι περιέγραψε ο Αριστομένης Γρεκιώτης. Ο μάρτυρας κατέθεσε πως το ραντεβού τους ήταν στο Κόκκινο Λιμανάκι, 500 μέτρα μακριά από το σπίτι τους, αλλά η Στέλλα δεν τα κατάφερε. Εγκατέλειψε το αυτοκίνητο της, το οποίο βρέθηκε αργότερα άθικτο, ενώ η σορός της ταυτοποιήθηκε πέντε ημέρες αργότερα, μεταξύ των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν και κάηκαν στο κτήμα Φράγκου.
Ο μάρτυρας περίγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες τους να απομακρυνθούν από τη φωτιά αλλά και την αγωνία του να εντοπίσει τη Στέλλα. «Ήταν μια ανηφόρα δε βλέπαμε στο 1,5 μέτρο από τον καπνό. Πήραμε 2-3 πράγματα και βγήκαμε έξω από το σπίτι . Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στελλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο δημοκρατίας για να βγει στο κόκκινο λιμανάκι. Εγώ πηγαίνοντας με τη μηχανή συνάντησα τον φίλο μου το Παναγιώτη, του λέω που πας; Φυγε! Δεν με άκουσα μπήκε στο σπίτι. Πήγα στο κόκκινο λιμανάκι και περίμενα τη Στελλα. Την παίρνω τηλέφωνο 6:58 το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντησει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει» περιέγραψε.
Συνέχισε λέγοντας πως στη συνέχεια άφησε τη μηχανή του στη Ραφήνα και επέστρεψε για να τη βρει μέσα στα βράχια και τη θάλασσα. «Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα, γιατί έστω κι ένας αστυνομικος να υπήρχε εκείνη την ώρα, να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Ματι, Θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος! Πήγα με τα πόδια στην παραλία, με σκόνη, να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας, μήπως βρω το σημείο που κατέβηκε η Στελλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές, να μη με κάψει η φωτιά... Ακούω μια κόρνα και ήταν ενα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασωσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
Βρήκαμε τη μικρή Εβίτα
Κλαίγοντας ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε διασώσεις ανθρώπων, αλλά και στη δραματική στιγμή που εντοπίστηκε στην παραλία το άψυχο κορμάκι της μικρής Εβίτας Φύτρου, που είχε πέσει από τα βράχια κυνηγημένη από τις φλόγες. «Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα που να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτουσα αν είχε δει κανείς τη Στελλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες…Κατά τις 06.30 το πρωί πήρα τη μηχανή με την κουμπάρα της Στέλλας και πήγαμε στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στελλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Φωνάζω κάποιους του ερυθρού σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπιτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορουσα να φανταστώ…Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας» είπε συγκινημένος ο μάρτυρας ο οποίος τόνισε πως «δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε».
Η Παναγιώτα και η Αθηνά Νικολάου, κόρες της Στέλλας, συγκινημένες κατέθεσαν για τις προσπάθειες τους να εντοπίσουν τη μητέρα τους τα ίχνη της οποίας είχαν χαθεί. Η Παναγιώτα Νικολάου αναφέρθηκε στην τελευταία επικοινωνία που είχε με τη μητέρα της όπου της είπε πως πρόθεση της ήταν να φύγει γιατί «δεν ήθελε να καεί». Η αδελφή της, Αθήνα, η οποία έδωσε δείγμα dna για να ταυτοποιηθεί η μητέρα τους· κλαίγοντας κατέθεσε για τις προσπάθειες τους να την εντοπίσουν . «Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί.Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα «μαμά» παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου» είπε.
Οι γονείς και τα αδέλφια του Σπύρου Κάκαρη, κατέθεσαν για το χαμό του μέσα στις φλόγες στο Μάτι. Ο Αντώνης Κακαρης, περίγραψε όσα κατάφερε να μάθει για το θάνατο του αδελφού του και της φίλης του. «Πληροφορήθηκα το γεγονός από την κόρη της συντρόφου του αδελφού μου. Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες, που ήταν αγνοούμενος, μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε, ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα, με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς, με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του στη Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος του. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει» κατέθεσε.
Μαρία Ζαχαροπούλου