«Ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα» – «Περπατούσα και καιγόμουν»
Τον τρόμο που βίωσε προσπαθώντας να ξεφύγει ενώ καιγόταν από την πύρινη λαίλαπα αφηγήθηκε στο δικαστήριο η Ιωάννα Πεταλά η οποία έχασε στο Μάτι τους γονείς της.
Η γυναίκα περιέγραψε πως μέσα στο απόλυτο χάος περπατούσε φλεγόμενη χωρίς να το έχει αντιληφθεί . «Κάποιος μου είπε « κοπελιά καίγεσαι» Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα για να σβήσει η φωτιά » περίγραψε συμπληρώνοντας πως νοσηλεύτηκε για 54 ημέρες , χειρουργήθηκε, μπήκε στην ΜΕΘ σε κρίσιμη κατάσταση και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα . Συναισθηματικά φορτισμένη η μάρτυρας αναφέρθηκε στους υπερήλικες γονείς της, με τους οποίους χωρίστηκε πάνω στον πανικό και εκείνοι δεν τα κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
«Η μάνα ήταν πεσμένη στα γόνατα στο πεζοδρόμιο, τόσο καμμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα και νερό. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες πονούσε αλλά ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε» είπε και συνέχισε
«Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι. Ήταν 89 ετών και περπατούσε με μπαστούνι».
«Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα, ήταν μια κατηφόρα θα είχαμε φτάσει στη θάλασσα. Οι δικοί μου θα ζούσαν» ανέφερε.
Η μάρτυρας περίγραψε στους δικαστές πως μέσα σε λίγα λεπτά η φωτιά έφτασε στο σπίτι τους και υποχρεώθηκαν να φύγουν λίγο πριν τις 6 το απόγευμα , με το αυτοκίνητο μιας γειτόνισσας.
«Κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Όταν ακινητοποιήθηκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω «βγείτε έξω θα καούμε». Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός» περιέγραψε η μάρτυρας η οποία έντονα φορτισμένη μίλησε για τη στιγμή που η φωτιά τους πρόλαβε.
«Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένας νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο ή νεκρό παιδάκι στην αγκαλιά της…» Η ίδια καιγόταν και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα όπου παρέμεινε.
«Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο». Η μάρτυρας περιέγραψε πως άκουγε ανθρώπους γύρω της να προσπαθούν να βρουν βοήθεια, χωρίς αποτέλεσμα . «Κάποια στιγμή κάποιος μίλησε με ένα δικό του. «Είμαστε όλοι στην παραλία, ειδοποίησε κάποιον να μας σώσει». του είπε. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω. Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
«Ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε στη συνέχεια η αδελφή της μάρτυρος, Ελένη Πέταλα η οποία μίλησε για τις απεγνωσμένες προσπάθειες της να εντοπίσει την οικογένεια της μέσα στο αλαλούμ που επικρατούσε.
«Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανα δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανένα. Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης» κατέθεσε και συνέχισε λέγοντας πως όταν κατάφερε να εντοπίσει την αδελφή στο νοσοκομείο και ζήτησε να της μιλήσει της είπαν: «δεν μπορείτε, είναι καμμένα τα χέρια της». «Καταλαβαίνετε το σοκ.» είπε φορτισμένη.
«Πήγα να την δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι τρεις μαζί με την αδελφή μου». Συγκλονιστικός ήταν και ο τρόπος που τελικά κατάφερε να εντοπίσει τους καμένους γονείς της.
«Δεν είχα καμία ειδοποίηση για τους γονείς μου άλλωστε και την αδελφή μου μόνη μου τη βρήκα στο νοσοκομείο. Τηλεφώνησα στο νεκροτομείο και τους είπα πως πιστεύω ότι έχουν εκεί τους γονείς μου. Ζήτησα να πάρουν δείγμα DNA . Πράγματι ήρθαν και πήραν δείγμα από την αδελφή μου. Την Παρασκευή αναγνωρίστηκε η μητέρα μου και το Σάββατο ο πατέρας μου.» κατέθεσε και συμπλήρωσε «καμμία υπηρεσία δεν λειτούργησε».