«Άκουγα φωνές, που μου έλεγαν: "Ξεκαθάρισε την κατάσταση"» υποστήριξε στην απολογία του για την δολοφονία της 43χρονης
Ποινή ισόβιας κάθειρξης επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου στον 55χρονο, που τον Αύγουστο του 2021 είχε δολοφονήσει την 43χρονη σύζυγό του μέσα στην ταβέρνα του αδερφού της στη Σωτηρίτσα Αγιάς Λάρισας.
Ο 55χρονος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, ενώ δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό. Όσον αφορά την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, το δικαστήριο απέρριψε κατά πλειοψηφία (6-1) το αίτημα για μετατροπή της σε ανθρωποκτονία εν βρασμό ψυχικής ορμής, όπως και τον μειωμένο καταλογισμό του δράστη. Με την ετυμηγορία του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου ολοκληρώθηκε η δίκη, που είχε ξεκινήσει στις 14 Νοεμβρίου 2022.
Η πρόταση της εισαγγελέα της έδρας ήταν, ο κατηγορούμενος να κριθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί βρασμού ψυχικής ορμής και μειωμένου καταλογισμού λόγω της ψυχικής του διαταραχής. Όπως χαρακτηριστικά είπε στην αγόρευσή της, ο δράστης ήταν ένας σύζυγος κτητικός, που ζήλευσε και κατά τη διάπραξη του εγκλήματος "τελούσε υπό πλήρη διαύγεια και αδιατάραχτη συνείδηση και είναι αβάσιμες οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί". Πρότεινε δε, να μην γίνει δεκτό κανένα από τα ελαφρυντικά που αιτείται η υπεράσπιση και ειδικότερα του προτέρου σύννομου βίου, της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος και της ειλικρινούς μεταμέλειας.
Στην απολογία του ο 55χρονος είπε σύμφωνα με την ΕΡΤ Βόλου: "Ζητώ συγγνώμη από τους συγγενείς της γυναίκας μου, τα παιδιά μου και από το Θεό. Την αγαπούσα, αν ήμουν καλά, δεν θα το έκανα". Ακόμη δήλωσε πως ποτέ δεν υπήρξε βίαιος, ούτε απέναντι στη γυναίκα του, ούτε απέναντι στα παιδιά του. Για τη στιγμή της δολοφονίας υποστήριξε πως: "Άκουγα φωνές, που μου έλεγαν: Ξεκαθάρισε την κατάσταση", ενώ ισχυρίστηκε πως συνειδητοποίησε τί έκανε, όταν άκουσε την πεθερά του, να φωνάζει "τη σκότωσε". Συμπλήρωσε μάλιστα, πως κι άλλες φορές, στο παρελθόν, είχε ανάλογες παραισθήσεις.
Για το όπλο είπε, πως πρόκειται για οικογενειακό κειμήλιο και το είχε πάντα στο αυτοκίνητό του και όχι στο σπίτι, καθ’ υπόδειξη της συζύγου του, προκειμένου να μην έχουν τυχόν πρόσβαση σε αυτό τα παιδιά. Η ψυχική του υγεία, όπως είπε, επιβαρύνθηκε πολύ τον τελευταίο 1,5 χρόνο, από τότε δηλαδή που σύμφωνα με την πεποίθησή του η γυναίκα του επανασυνδέθηκε με τον εραστή της και απομακρύνθηκε τελείως, όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τα τρία τους παιδιά. Είχε μάλιστα, στις αρχές του καλοκαιριού, ένα πολύ σοβαρό ψυχωτικό επεισόδιο και οι γιατροί του χορήγησαν ισχυρά φάρμακα. Ο ίδιος υποστήριξε – μεταξύ άλλων – πως είχε αποδεχθεί το γεγονός, ότι με τη συζύγό του όδευαν στο Δικαστήριο, δεν μπορούσε όμως να δεχθεί ότι ήταν απόμακρη και με τα παιδιά τους.
Της απολογίας του κατηγορουμένου προηγήθηκαν οι καταθέσεις των πραγματογνωμόνων, των ψυχιάτρων που συνέταξαν τις πραγματογνωμοσύνες για την ψυχική υγεία του 55χρονου, του κ. Νικολακάκη και της κ. Φάκκα. Όπως είπαν, ο κατηγορούμενος πάσχει από διαγνωσμένη ψυχωτική διαταραχή ζηλοτυπικού περιεχομένου, που επιφέρει μειωμένο έλεγχο των παρορμήσεων. Όπως ειδικότερα τόνισε η κ. Φάκκα, αυτό που επεδίωκε – και το οποίο είναι χαρακτηριστικό της πάθησής του – ήταν, εκφοβίζοντάς την με τον όπλο, να αποσπάσει την ομολογία της γυναίκας του ότι τον απατά. Το γεγονός ότι αυτή αρνήθηκε, τον οδήγησε στο να χάσει τον έλεγχο και να πατήσει τη σκανδάλη. Η ίδια εκτίμησε – απαντώντας σε ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης – ότι θα έπρεπε να κρατείται σε ψυχιατρικό σωφρονιστικό κατάστημα, ενώ διευκρίνισε, πως οι ασθενείς αυτού του τύπου, μπορούν να είναι πλήρως λειτουργικοί στις λοιπές δραστηριότητες της ζωής τους.