“Κατάθεση ψυχής” κάνει σε άρθρο του στους New York Times ο Γιάννης Βαρουφάκης, ξεκαθαρίζοντας πως, παρά το γεγονός ότι είναι ειδικός στη θεωρία των παιγνίων, ως υπουργός Οικονομικών δεν παίζει... παιχνίδια, δεν κάνει “μπλόφες” για να βελτιώσει το “κακό χαρτί” του, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
“Η κυβέρνησή μας δε ζητά από τους εταίρους μας έναν τρόπο να μην αποπληρώσουμε τα χρέη μας”, αναφέρει στο άρθρο του. “Ζητάμε λίγους μήνες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που θα μας επιτρέψουν να ξεκινήσουμε τον στόχο των μεταρρυθμίσεων που ο ελληνικός λαός μπορεί ευρέως να υποστηρίξει, ώστε να επαναφέρουμε την ανάπτυξη και να θέσουμε ένα τέλος στην ανικανότητά μας να πληρώσουμε τα χρωστούμενα”.
Κάνει μάλιστα λόγο για λανθασμένη τεχνική “επέκτασης και προσποίησης” (extend and pretend), και διαμηνύει: “Όχι άλλα δάνεια – όχι προτού έχουμε ένα αξιόπιστο σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας προκειμένου να αποπληρώσουμε αυτά τα δάνεια, να βοηθήσουμε τη μεσαία τάξη να συνέλθει και να αντιμετωπίσουμε την φρικτή ανθρωπιστική κρίση. Όχι άλλα 'μεταρρυθμιστικά' προγράμματα που βάζουν στο στόχαστρο φτωχούς συνταξιούχους και οικογενειακά φαρμακεία, την ώρα που αφήνουν τη διαφθορά μεγάλης κλίμακας ανέγγιχτη”.
Εκφράζει εξάλλου την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να συγκρουστεί με τα κατεστημένα συμφέροντα, προκειμένου να “επανεκκινήσει” η Ελλάδα και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της. “Είμαστε επίσης αποφασισμένοι να μην αντιμετωπιζόμαστε ως μία αποικία χρέους που πρέπει να υποφέρει”, σημειώνει.
Υποστηρίζει μάλιστα πως η στάση της κυβέρνησης είναι επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τον φιλόσοφο Ιμάνουελ Καντ, “ο οποίος μας έμαθε ότι οι λογικοί και οι ελεύθεροι ξεφεύγουν από την αυτοκρατορία της σκοπιμότητας, κάνοντας αυτό που είναι σωστό”, όπως επισημαίνει, και καταλήγει:
“Πώς ξέρουμε ότι η μετριοπαθής πολιτική μας ατζέντα, που αποτελεί την κόκκινη γραμμή μας, είναι σύμφωνη με τους όρους του Καντ; Το ξέρουμε κοιτώντας στα μάτια των πεινασμένων στους δρόμους των πόλεών μας ή συλλογιζόμενοι την πιεσμένη μεσαία τάξη μας, ή σκεπτόμενοι τα συμφέροντα των σκληρά εργαζόμενων ανθρώοων σε κάθε ευρωπαϊκό χωριό και πόλη εντός της νομισματικής μας ένωσης. Εν τέλει, η Ευρώπη θα ανακτήσει ξανά την ψυχή της μόνο όταν ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών της, τοποθετώντας στο επίκεντρο τα δικά τους συμφέροντα”.