«Και όχι στην καταστολή», είπε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Με αφορμή την παραίτηση του αναπληρωτή εκπαιδευτικού του Επαγγελματικού Λυκείου, ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νίκος Φίλης αναφέρει σε ανακοίνωσή του ότι «το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς με το σχολείο, πώς οργανώνουμε τους υποστηρικτικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς του με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ένα ισχυρό αντιστύλι στις διαβρωτικές επιθέσεις που δέχεται».
Ο κ. Φίλης σημειώνει ότι «δεν έχει αποτέλεσμα η μεγαλύτερη αυστηρότητα, οι άνωθεν εντολές, η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών, η μετατροπή του σχολείου σε ένα «πανοπτικόν» συνεχούς επιτήρησης και αυστηρής τιμωρίας». Ακολούθως διευκρινίζει ότι «θα χρειαστεί, κάποιες φορές, μια άμεση παρέμβαση που κινείται από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί πάραυτα ένα σοβαρό πρόβλημα. Που θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε την κίνηση των διαδικασιών που θα εντοπίζουν και θα τιμωρούν τους δράστες αυτών των επιθέσεων. Αλίμονο, όμως αν επικεντρώσουμε εκεί, και μόνο εκεί, την αναζήτηση της λύσης. Η λύση έγκειται στη συστηματική, μακροπρόθεσμη και εργώδη προσπάθεια να αλλάξει το συνολικό κλίμα στο σχολείο, με ένα σχέδιο παιδαγωγικά τεκμηριωμένο, που βασίζεται στην πρόληψη και όχι στην καταστολή».
Γενικεύοντας ο κ. Φίλης «στο πρόγραμμα Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο ο κόσμος της επαγγελματικής εκπαίδευσης το αγκάλιασε γιατί το ένιωσαν δικό τους δημιούργημα. Ο επιστημονικός κόσμος το στήριξε γιατί έδινε τη δυνατότητα στους ειδικούς επιστήμονες, εκπαιδευτικούς και ψυχολόγους, να πλουτίσουν με τις γνώσεις και την εμπειρία τους την κοινή προσπάθεια για βελτίωση. Ο αρμόδιος εκπαιδευτικός οργανισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το βράβευσε. Η σημερινή κυβέρνηση το έβαλε στην άκρη, προχωρώντας στην κατηγοριοποίηση της εκπαίδευσης και στα ΕΠΑΛ. Το πρόγραμμα αυτό, σε συνδυασμό με τη δημιουργία επαρκών υποστηρικτικών δομών και υπηρεσιών, με επίκεντρο τα ΠΕΚΕΣ, έδειχνε προς τη σωστή κατεύθυνση. Και παρά τις αδυναμίες του, περιέκλειε στο σχεδιασμό του τη δυναμική της συνεχούς βελτίωσης, ακριβώς επειδή προβλεπόταν η αξιολόγησή του και ο επανασχεδιασμός του από τους ίδιους εκείνους που το εφάρμοσαν στην πράξη».
Καταληκτικά, υπογραμμίζει: «Εύκολα ρίχνουμε τα βάρη σε μια νεολαία που κρίνουμε ότι έχει χάσει το δρόμο της και δείχνει αδύναμη και με χαλαρό ηθικό υπόβαθρο, χωρίς να αναλογιζόμαστε τις ισχυρές επιδράσεις που δέχεται από το άμεσο περιβάλλον και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ακόμα πιο εύκολα επικαλούμαστε τις ευθύνες των εκπαιδευτικών και επιστρατεύουμε αυστηρότερα συστήματα αξιολόγησης και κατάταξής τους χωρίς να εξετάζουμε τι μέσα τους παρέχουμε και με ποιες δομές διασφαλίζουμε την αποτελεσματικότητα του έργου τους. Αλλά η σοβαρή, συστηματική και παιδαγωγικά τεκμηριωμένη δουλειά είναι εκεί, μπροστά μας. Και πρέπει να εξασφαλίσουμε τους όρους για να τη συνεχίσουμε».