Ο Χρήστος Οικονόμου είναι ο συγγραφέας με τον οποίο άνοιξε τον κύκλο της η πεζογραφία της κρίσης: πεζογραφία της οποίας η παραγωγή έχει αυξηθεί θεαματικά από τότε μέχρι και τις ημέρες μας. Με τη συλλογή διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), ο Οικονόμου κατάφερε να αποκαλύψει έναν χορό προδομένων και ακυρωμένων, οδηγημένο στο χείλος του γκρεμού από τις απολύσεις, τη φτώχια και την ανεργία. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο εκείνο του Οικονόμου ανέλαβε ο Πειραιάς, ως ένα είδος προπομπού των δεινών που γνώρισε η Αθήνα όταν η κρίση άρχισε να δείχνει τα δόντια της. Πέντε χρόνια μετά, και ενώ η κρίση εξακολουθεί να μας ταλανίζει αταλάντευτα, ο συγγραφέας επανέρχεται με μιαν ακόμα συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο «Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα» (εκδόσεις Πόλις).
Η σκηνή της δράσης έχει τώρα μεταφερθεί σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, που υποτίθεται ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ Σαντορίνης και Κρήτης. Το νησί έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κερδοφόρου τουριστικού τόπου, από την άλλη, όμως, μεριά μοιάζει και αρκετά δυσοίωνο. Από επιστημονικές έρευνες έχει διαπιστωθεί πως μετατοπίζεται οριζοντίως και κατακορύφως και πως οι σεισμοί που το ταλαιπωρούν οφείλονται σε τέσσερα υποθαλάσσια ηφαίστεια. Λέγεται ακόμα πως είναι κούφιο σε ένα μεγάλο μέρος του ενώ οι θρύλοι μιλούν και για ανθρωποβόρες σπηλιές εντός ή εκτός των οποίων αργοσαλεύουν τα φαντάσματα των αδικοχαμένων. Επιπλέον, η κρίση έχει φέρει εδώ πολλούς ξενομερίτες με μια γραμμή αβυσσαλέου μίσους να χωρίζει τους τελευταίους από τους ντόπιους.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η μοίρα των ηρώων του Οικονόμου είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Ξενομερίτες οι περισσότεροι, θα ζήσουν στο νησί τις χειρότερες ώρες τους. Το καταφύγιο στο οποίο αναζήτησαν τη λύτρωση θα αποδειχθεί λάκκος των λεόντων, αφανίζοντας κάθε τους προσδοκία: άλλος θα αυτοκτονήσει ύστερα από τις βαριές προσβολές τις οποίες θα του επιφυλάξουν οι ντόπιοι, γιατί προσπάθησε να σπάσει τα στενά τους κυκλώματα, άλλος θα βουτήξει στο κενό με το αναπηρικό του καροτσάκι, γιατί κατρακύλησε στον πάτο του πηγαδιού από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της κρίσης, αλλά και γιατί κακοποιούν μπροστά στα ανήμπορα μάτια του ένα ανυπεράσπιστο κορίτσι, άλλος θα παραδώσει τον γιο του στα πανίσχυρα τοπικά συμφέροντα και εν συνεχεία θα τον κλάψει πικρά, γιατί το ζεστό χρήμα που λαχαρούσε θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα τον θάνατο, κι άλλοι θα θρηνήσουν την αποτυχία τους να βάλουν μπρος ένα καινούργιο μαγαζί, πίνοντας κρασί με θέα τη θάλασσα, γιατί ουδείς είναι πρόθυμος να τους ανεχθεί. Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα μόνο ως ψευδαίσθηση και ματαιωμένη ελπίδα γιατί κανένα καλό δεν μπορεί να προκύψει από πουθενά όταν η οικονομική καχεξία και ο κοινωνικός εκμηδενισμός έχουν απορφανίσει το άτομο και έχουν μετατρέψει σε πουκάμισο αδειανό τον συλλογικό του περίγυρο.
Όπως μας πληροφορεί στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο ο συγγραφέας, το «Καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα» αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφυλίους που θα διεξαχθούν στο σκοτεινό νησί του.