Οι άνθρωποι που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και εμφανίζουν προβλήματα μνήμης, κινδυνεύουν περισσότερο να πάθουν εγκεφαλικό, σε σχέση με όσους επίσης ξεχνάνε, αλλά έχουν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, σύμφωνα με μια νέα ολλανδική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Stroke" (Εγκεφαλικό), ανέλυσαν στοιχεία για περίπου υγιείς 9.000 ανθρώπους άνω των 55 ετών σε βάθος 20ετίας. Έως το 2012 οι άνθρωποι αυτοί είχαν πάθει 1.134 εγκεφαλικά συνολικά.
Η ανάλυση έδειξε κατ΄ αρχήν ότι όσο πιο πρόωρα κάποιος παραπονιόταν για προβλήματα μνήμης, τόσο πιθανότερο ήταν να πάθει εγκεφαλικό. Επίσης όμως, όσο καλύτερη μόρφωση είχε κάποιος που εμφάνιζε προβλήματα μνήμης, τόσο πιθανότερο ήταν να πάθει εγκεφαλικό. Κατά μέσο όρο ένας απόφοιτος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είχε 39% μεγαλύτερο κίνδυνο εγκεφαλικού, σε σχέση με έναν χαμηλότερης μόρφωσης.
Ο Ικράμ επεσήμανε ότι η μόρφωση αποτελεί αντίβαρο στην άνοια, καθώς επιτρέπει στον εγκέφαλο να καταπολεμά καλύτερα τα συμπτώματά της τελευταίας. Έτσι, στους πιο μορφωμένους χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να συμβούν εγκεφαλικές βλάβες και να εκδηλωθεί άνοια.
Αν όμως οι μορφωμένοι αρχίσουν να παραπονιούνται πρόωρα ότι ξεχνάνε, τότε χάνεται ο προστατευτικός μηχανισμός που έχουν "χτίσει" από την παιδική ηλικία τους. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τους ερευνητές, τα προβλήματα μνήμης για έναν μορφωμένο άνθρωπο πρέπει να θεωρούνται δείκτης αυξημένου κινδύνου για εγκεφαλικό.
Τα εγκεφαλικά είναι συνήθως ισχαιμικού τύπου, είτε σπανιότερα αιμορραγικού τύπου. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε κάποια αιμοφόρα αγγεία φράξουν, είτε διαρραγούν, το αίμα και το οξυγόνο παύουν να κυκλοφορούν και τα εγκεφαλικά κύτταρα πεθαίνουν.
Χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης, η υπέρταση και η υψηλή χοληστερίνη αυξάνουν τον κίνδυνο για εγκεφαλικό. Ο υγιεινός τρόπος ζωής, η σωματική άσκηση και το κόψιμο του τσιγάρου μειώνουν τον κίνδυνο.