Στις ευκαιρίες για ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ ελληνικών και τουρκικών επιχειρήσεων αναφέρθηκε στο χαιρετισμό του στο Ελληνο-Τουρκικό Επιχειρηματικό Φόρουμ ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Ο κ. Μίχαλος χαρακτήρισε ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι διμερείς σχέσεις παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια και επεσήμανε πως η Τουρκία αποτελεί σήμερα μια από τις κορυφαίες αγορές για τις ελληνικές εξαγωγές, ενώ ένας άλλος σημαντικός τομέας οικονομικών σχέσεων με τη γειτονική χώρα είναι αυτός των επενδύσεων, όπου τα τελευταία χρόνια “είδαμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιούν τις ευκαιρίες από την ταχύτατη ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας”.
Σήμερα, συνέχισε, το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανέρχεται σε 6,6 δισ. δολάρια, με περίπου 500 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων να δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως αυτοί των τραπεζικών υπηρεσιών, των τροφίμων και της ενέργειας.
“Ο τουρισμός αναδεικνύεται επίσης σε σημαντικό πεδίο ενίσχυσης των διμερών σχέσεων. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία αποτελεί έναν κορυφαίο τουριστικό προορισμό παγκοσμίως, με τις αφίξεις επισκεπτών να έχουν υπερδιπλασιαστεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας”, υπογράμμισε, και πρόσθεσε: “Ωστόσο, εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αύξηση του εξερχόμενου τουρισμού από την Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των Τούρκων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό έχει σχεδόν διπλασιαστεί: από 4 εκατ. το 2004 σε 7 εκατ. το 2014. Και, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα αποτελεί επιλογή προτίμησης για ένα μεγάλο μέρος των επισκεπτών από τη γειτονική χώρα. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα έχει δεχθεί μέχρι το τέλος του 2014 πάνω από 1 εκατομμύριο Τούρκους τουρίστες”.
Όπως σημείωσε, υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια για την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, με αμοιβαίο όφελος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις οικονομίες των δύο χωρών, καθώς οι συνθήκες ευνοούν αυτή την προσπάθεια.
“Από τη μια, η ελληνική οικονομία επιστρέφει σε θετικό έδαφος μετά από 6 χρόνια ύφεσης, στηριζόμενη στην εξωστρέφεια και στην ανάπτυξη διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Από την άλλη, η Τουρκία παραμένει μια ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα. Μια γειτονική αγορά με ευνοϊκά δημογραφικά χαρακτηριστικά, με πληθυσμό 76 περίπου εκατ. δυνητικών καταναλωτών, το 10% των οποίων ανήκει ήδη στη μεσαία και υψηλή εισοδηματική τάξη” ανέφερε.
Αυτό, όπως εξήγησε, “σημαίνει ότι υπάρχουν ευκαιρίες για διεύρυνση και ενίσχυση των συνεργασιών σε μια σειρά από τομείς. Ένας από αυτούς είναι βεβαίως, οι εξαγωγές, με έμφαση σε κλάδους όπου η Ελλάδα αναπτύσσει ποιοτική και καινοτόμο παραγωγή, όπως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα δομικά υλικά, τα πλαστικά και τα υλικά συσκευασίας”.
Μίλησε επίσης για σημαντικές προοπτικές στη δημιουργία κοινοπραξιών και επιχειρηματικών συνεργιών, με στόχο τη δραστηριοποίηση σε αγορές των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και του Καυκάσου, καθώς και για ευκαιρίες σε τομείς όπως οι κατασκευές και η ανάπτυξη υποδομών, η αγορά ακινήτων, το λιανεμπόριο, η ενέργεια και βεβαίως ο τουρισμός, με συνέργιες και κοινά πακέτα για την προσέλκυση επισκεπτών από τις μακρινές αγορές της Άπω Ανατολής, της Βόρειας και της Λατινικής Αμερικής.
“Η Ελλάδα και η Τουρκία διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες και πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη στρατηγική τους θέση μεταξύ τριών ηπείρων. Αυτές οι δυνατότητες μπορούν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα, με συνένωση δυνάμεων και δημιουργικές συμπράξεις”, τόνισε και κατέληξε: “Γι’ αυτό θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη διατήρηση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων. Και είναι καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση η συμβολή τόσο των Συμβουλίων Συνεργασίας, όσο και των διμερών Επιμελητηρίων, με δραστηριότητες που διευκολύνουν τη γνωριμία, τη δικτύωση, την ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών. Είμαι βέβαιος ότι και η αποψινή εκδήλωση θα υπηρετήσει αποτελεσματικά αυτούς τους στόχους”.