Κ. Μίχαλος: Να μην αφήσουμε την τύχη μας σε ξένα χέρια

Συνέντευξη: Παναγιώτης Ευθυμιάδης

"Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσουμε την τύχη μας μόνο σε ξένα χέρια" τονίζει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος μιλώντας στο news.gr.

Ο κ. Μίχαλος επισημαίνει ότι: "Πάγια θέση της επιμελητηριακής κοινότητας είναι η αποφυγή πρόωρων εκλογών και η εξάντληση των τετραετιών. Στην παρούσα συγκυρία, το ΕΒΕΑ επανειλημμένα έχει τονίσει ότι πρέπει να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση που δε θα είναι, όμως, εικονική, αλλά θα καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας μας", ενώ προσθέτει πως: "Αν καταφέρουμε να επιτύχουμε αυτή τη συνεννόηση για τα αυτονόητα, τότε σύσσωμη η χώρα, χωρίς διχασμούς, θα μπορέσει να διεκδικήσει από τους εταίρους και τους δανειστές μας την εκπλήρωση των δικών τους δεσμεύσεων, που σήμερα επιδεικτικά δείχνουν να αρνούνται, με άλλοθι ότι δεν έχουμε εκπληρώσει στο ακέραιο ακόμη και παράλογα μέτρα που μας ζητούν".

Αναλυτικά η συνέντευξη

-κ. Πρόεδρε, κατά καιρούς έχετε εκφράσει τη θέση του εμπορικού κόσμου για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Οι παραγωγικές τάξεις της χώρας πιστεύουν ότι χρειάζονται πρόωρες εκλογές στην παρούσα φάση;

Πάγια θέση της επιμελητηριακής κοινότητας είναι η αποφυγή πρόωρων εκλογών και η εξάντληση των τετραετιών. Στην παρούσα συγκυρία, το ΕΒΕΑ επανειλημμένα έχει τονίσει ότι πρέπει να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση που δε θα είναι, όμως, εικονική, αλλά θα καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας μας. Ένα σχέδιο άρτια καταρτισμένο και τεκμηριωμένο, ώστε να μην επιδέχεται αντιρρήσεων και αμφισβητήσεων από την πλευρά των εταίρων μας. Αλλά παράλληλα, θα δίνει πραγματικά λύσεις στην οικονομία και ελπίδες στην κοινωνία για ένα καλύτερο αύριο στις δύσκολες αυτές εποχές. Πραγματικά πιστεύω ότι αν καταφέρουμε να επιτύχουμε αυτή τη συνεννόηση για τα αυτονόητα, τότε σύσσωμη η χώρα, χωρίς διχασμούς, θα μπορέσει να διεκδικήσει από τους εταίρους και τους δανειστές μας την εκπλήρωση των δικών τους δεσμεύσεων, που σήμερα επιδεικτικά δείχνουν να αρνούνται, με άλλοθι ότι δεν έχουμε εκπληρώσει στο ακέραιο ακόμη και παράλογα μέτρα που μας ζητούν.

-Ποιες είναι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην πραγματική οικονομία και τις επενδύσεις;

Το κλίμα στην ελληνική οικονομία σήμερα μόνο σταθερό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η συνεχιζόμενη διελκυστίνδα με την τρόικα, οι αντιφατικές δηλώσεις των εταίρων όσον αφορά την περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους, αλλά και το εκλογικό σκηνικό που έχει στηθεί εδώ και μήνες, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δημιουργούν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας το οποίο προκαλεί ανησυχία και επιφυλακτικότητα στον επιχειρηματικό κόσμο και στους υποψήφιους επενδυτές. Ταυτόχρονα, παρά τα επιμέρους θετικά βήματα, οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν με αργούς ρυθμούς σε τομείς όπως η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, η διαμόρφωση σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος κ.ά. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στη χώρα, αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάληψη επενδυτικού ρίσκου από τον ιδιωτικό τομέα, με όλο και περισσότερα σχέδια να παγώνουν ενόψει πολιτικών εξελίξεων.

-Πώς θα μπορέσει να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές;

Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος οδηγούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: όσο κι αν αναγνωρίζεται η σημαντική προσπάθεια των τελευταίων ετών για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ούτε οι δανειστές μας, ούτε οι αγορές ούτε η διεθνής επενδυτική κοινότητα φαίνονται να έχουν πειστεί για τη συνέχισή της, μετά το τέλος του μνημονίου. Δεν έχουν πειστεί για την ικανότητα ή τη βούληση του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς τη στενή επιτήρηση της τρόικας. Είναι όμως γεγονός ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί θετικές αξιολογήσεις και υψηλό βαθμό αξιοπιστίας, προκειμένου να απευθυνθεί ξανά στις αγορές. Κι αυτό διασφαλίζεται μόνο μέσα από μια υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική και τη συστηματική προώθηση των μεταρρυθμίσεων.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσουμε την τύχη μας μόνο σε ξένα χέρια. Πρέπει να προσπαθήσουμε και εμείς οι ίδιοι από τη μια να κάνουμε την οικονομία όσο πιο ανταγωνιστική γίνεται, αλλά και από την άλλη να προτείνουμε συγκεκριμένες παρεμβάσεις για τον εξορθολογισμό λανθασμένων προτύπων, που δυστυχώς αποτελούν θέσφατα στην ενωμένη Ευρώπη. Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι σε καμία περίπτωση η επιχειρηματική κοινότητα δεν επιθυμεί την επιστροφή στο παρελθόν, την επιστροφή σε ένα μοντέλο που στηρίχθηκε κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην εποχή των δανεικών που έκαναν μερικούς κύκλους στην αγορά και μετά έφευγαν στο εξωτερικό, για να πληρώσουν εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Για να στηρίξουν επενδύσεις, εισοδήματα και θέσεις εργασίας εκτός Ελλάδας.

Είναι απαραίτητη προϋπόθεση η Ελλάδα να παράγει περισσότερο εθνικό πλούτο. Να παράγει πόρους, τους οποίους θα μπορέσει να αναδιανείμει στην κοινωνία χωρίς να οδηγηθεί ξανά στη δίνη των ελλειμμάτων. Ο πλούτος αυτός θα δημιουργηθεί μόνο μέσα από την ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Με την προσέλκυση νέων εγχώριων και ξένων επενδύσεων, σε τομείς οι οποίοι αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα της χώρας και παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία για την οικονομία.

-Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των τραπεζών στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας;

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα stress tests της ΕΚΤ, χωρίς μάλιστα να χρειάζονται κεφάλαια από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ωστόσο, η πρόσβαση σε κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα παραμένει δύσκολη, ενώ το κόστος δανεισμού εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Το συνολικό χαρτοφυλάκιο των δανείων σε επιχειρήσεις από τις ελληνικές τράπεζες συνέχισε να συρρικνώνεται κατά τη διάρκεια του έτους. Τα περισσότερα αιτήματα δανεισμού, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων απορρίπτονται. Ακόμη και για τα αιτήματα που εγκρίνονται, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την έναρξη των πληρωμών από τις τράπεζες είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Πολύ υψηλότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένουν και τα επιτόκια για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Από την πλευρά της Πολιτείας έχουν υπάρξει αρκετές κινήσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος: όπως η επιδότηση του επιτοκίου των ενήμερων επιχειρηματικών δανείων, αλλά και η ενεργοποίηση του Αναπτυξιακού Ταμείου με στόχο να αποκαταστήσει σταδιακά τις ελλείψεις χρηματοδότησης μέσω του παραδοσιακού τραπεζικού τομέα. Επίσης, μέσω της ρύθμισης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναμένεται να απελευθερωθούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Όμως, είναι τώρα σειρά των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να ενισχύσουν δυναμικά την πραγματική οικονομία. Πρέπει να αρχίσουν ξανά να παρέχουν ρευστότητα και κεφάλαια στην αγορά, με ορθολογικά κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής. Κριτήρια τα οποία λαμβάνουν υπόψη τη σημερινή πραγματικότητα και στηρίζονται σε συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων. Αν θέλουμε να μιλάμε για νέες επενδύσεις και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, θα πρέπει να διασφαλίσουμε ευκολότερη και γρήγορη πρόσβαση σε κεφάλαια. Σε αυτή την κατεύθυνση, βεβαίως, θα πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα και οι πόροι των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων, στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου.

-Πώς μπορεί η φορολογία να αποτελέσει ιδιαίτερο όπλο για την προσέλκυση και διατήρηση επενδύσεων;

Για να προσελκυσθούν τα κεφάλαια και οι επενδύσεις που έχει ανάγκη η οικονομία μας στα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα πρέπει να καταστεί ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Κι αυτός ο στόχος απαιτεί ακόμη πολλή δουλειά. Δουλειά που πρέπει να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας, ένας εκ των οποίων είναι βεβαίως και η φορολογία.
Ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, έχουμε τονίσει επανειλημμένα ότι οι σοβαροί επενδυτές, πολύ περισσότερο από τις κρατικές επιδοτήσεις, αναζητούν ένα σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον.
Και δε θα έρθουν σε μια χώρα η οποία φορολογεί τις επιχειρήσεις δύο και τρεις φορές υψηλότερα σε σύγκριση με ανταγωνιστικούς προορισμούς.

Κυρίως, δε θα έρθουν σε μια χώρα όπου η φορολογική νομοθεσία αριθμεί δεκάδες χιλιάδες σελίδες, όπου οι διατάξεις και οι ρυθμίσεις αλλάζουν κάθε τρίμηνο κι όπου χρειάζονται διαδοχικές ερμηνευτικές εγκύκλιοι, για κάθε νέα ρύθμιση.
Ως προς την ελάφρυνση της φορολογίας, έχουμε δει μέχρι τώρα ενδείξεις των προθέσεων της κυβέρνησης. Ενδείξεις θετικές, όπως η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Όμως, σήμερα ζούμε σε εποχή υψηλών ταχυτήτων. Σε εποχή που κάθε χαμένο δευτερόλεπτο μπορεί να φέρει χρόνια πίσω την προσπάθεια ανάκαμψης. Περιμένουμε λοιπόν άμεσες, γενναίες κινήσεις σε δύο κυρίως τομείς:
Στην καθιέρωση ενιαίου φορολογικού συντελεστή για τα φορολογητέα κέρδη των νομικών προσώπων, στα επίπεδα του 15% όπως έχει δεσμευθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας.

Στη ριζική αναμόρφωση της φορολογίας ακινήτων, η οποία σήμερα λειτουργεί ως τροχοπέδη για τις επενδύσεις στον κλάδο.

Και, βεβαίως, περιμένουμε άμεσα την κατάργηση της παράλογης διάταξης για το χαρακτηρισμό των επενδυτών στο χρηματιστήριο ως επαγγελματιών. Όσο ισχύουν τέτοιου είδους ρυθμίσεις, τους σοβαρούς επενδυτές θα τους βλέπουμε από μακριά.

-Πρόσφατα αναφερθήκατε στην ανάγκη Συνταγματικής Αναθεώρησης. Γιατί είναι απαραίτητη;

Είναι γεγονός ότι έχουμε ένα σύνταγμα μακροσκελές και σε πολλές περιπτώσεις «φλύαρο», αλλά και αναχρονιστικό. Είναι διπλάσιο σε μέγεθος από τον αντίστοιχο μέσο όρο των συνταγμάτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα, σε κάποιες περιπτώσεις, δε λαμβάνει υπόψη του τη σημερινή πραγματικότητα. Πρέπει να δεχθούμε, επιτέλους, ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει αρκετούς αναχρονισμούς οι οποίοι έχουν στο παρελθόν λειτουργήσει ως άλλοθι για τη μη προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να πει ότι αρκετές από τις αδυναμίες αυτές δεν απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση. Μπορούν να προωθηθούν μέσω του κοινού νομοθέτη. Γιατί, λοιπόν, πρέπει να αναθεωρήσουμε το Σύνταγμα;

Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι η εξής: γιατί με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ένα από τα βασικότερα προβλήματα που δημιούργησε – ή ανέδειξε, αν θέλετε – αυτή η κρίση: την κατάρρευση της αξιοπιστίας των θεσμών και όσων τους υπηρετούν. Η συνταγματική αναθεώρηση οφείλει, πάνω από όλα, να εκφράσει και να δώσει απάντηση στο θεμελιώδες αίτημα της κοινωνίας, για περισσότερη υπευθυνότητα και λογοδοσία από το πολιτικό σύστημα.

Στο αίτημα των πολιτών για κυβερνώντες οι οποίοι λειτουργούν βάσει συγκεκριμένων αρχών, λογοδοτούν ουσιαστικά και συστηματικά, για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Στον άξονα αυτό, πιστεύω, ότι θα πρέπει να αναζητηθούν ουσιαστικές προτάσεις και αλλαγές. Αλλαγές, κατ' αρχήν, οι οποίες θα βοηθήσουν το πολιτικό σύστημα να ανακτήσει ένα μέρος τουλάχιστον της εμπιστοσύνης των πολιτών.