Τρεις ποδηλάτες διένυσαν τον περασμένο Αύγουστο 2.000 χιλιόμετρα- από την Παναγία Σουμελά του Βερμίου, μέχρι την Τραπεζούντα του Πόντου. Σκοπός τους δεν ήταν απλώς να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, αλλά να ανάψουν ένα κερί στην Παναγία Σουμελά της Τραπεζούντας για όλους τους Έλληνες.
Ο 47χρονος Παντελής Τζερτζεβέλης, ο 41χρονος Βασίλης Γιοσμάς και ο 67χρονος Παναγιώτης Σωτηριάδης, ανήμερα της Παναγίας, εκπλήρωσαν αυτό το τάμα. Συνοδοιπόροι τους στο ταξίδι ήταν ο οδηγός του συνοδευτικού αυτοκινήτου Γιάννης Κυφωνίδης και ο φωτογράφος Χρήστος Μπουκόρος. Το προσκύνημα αυτό στον Πόντο, οι άνθρωποι που γνώρισαν και η ομορφιά της διαδρομής καταγράφονται στην έκθεση φωτογραφίας και βίντεο, με τίτλο: "Ποδηλατώντας από το Βέρμιο... στην Τραπεζούντα" που θα φιλοξενηθεί, μέχρι την προσεχή Κυριακή, στην αίθουσα ΦΙΞ in art, στη Θεσσαλονίκη.
Η απόφαση για το ταξίδι ήταν ξαφνική, δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο Παντελής Τζερτζεβέλης. "Ουσιαστικά ήτανε μια απόφαση της στιγμής, που πάρθηκε μπροστά στο αδιέξοδο που είχε εμφανιστεί, από άποψη επαγγελματική και ψυχική και ύστερα από ένα πρόβλημα υγείας που υπήρχε και όλα έδειχναν ότι είναι, ξαφνικά, μαύρα μπροστά. Και εκεί είπα: τέρμα, θέλω να πάρω το ποδήλατο και να φτάσω εκεί" τόνισε.
Ξεκίνησαν με την ευλογία του ιερέα από την Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο να λειτουργεί σαν βάλσαμο. Το ταξίδι δεν ήταν οργανωμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. "Δεν είχαμε καταστρώσει κανένα τρελό σχέδιο, ότι εδώ θα πάμε, εκεί θα μείνουμε. Λέγαμε, ξεκινάμε και μέχρι όπου βαστάνε τα πόδια" μας εξήγησε.
Ο ήλιος, ο αέρας, η βροχή, οι απαιτητικές ανηφόρες ήταν μεγάλη πρόκληση. Ο Παντελής, ο Βασίλης και ο Παναγιώτης έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλον, ενώ έπαιρναν δύναμη και από τον κόσμο που παρακολουθούσε το ταξίδι τους μέσα από τα ΜΜΕ, σαν να επρόκειτο για το δικό του τάμα.
"Υπήρχαν -πρόσθεσε- αυτοί οι άνθρωποι που ήταν ομοιοπαθείς, που είχαν χάσει τη δουλειά τους, είχαν κάποιο δικό τους στο κρεβάτι του πόνου, που δεν τους έβγαινε κάτι στο λογαριασμό και έλεγαν: πάρε πέντε ευρώ, πάρε είκοσι ευρώ, για εμένα που έχω δύο χρόνια να δουλέψω, για τη μάνα μου για το παιδί μου".
Έκπληξη ήταν για τον Παντελή Τζερτζεβέλη η υποστήριξη των Τούρκων και ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπισαν τον θρησκευτικό σκοπό του ταξιδιού. "Αυτό είναι κάτι το οποίο ειλικρινά δεν το περίμενα, δηλαδή τη ζεστασιά- το 'παιδιά μην στεναχωριέστε να βοηθήσουμε, να βρούμε εμείς ξενοδοχείο, να βρούμε εμείς φθηνό φαγητό, να βρούμε το φίλο μας που είναι στην Τραπεζούντα, στη Σαμψούντα, εκεί θα σας περιμένει ο τάδε, η τάδε'. Και να βλέπεις ανθρώπους απλούς να έρχονται στο δρόμο που δεν τους ξέρουμε, να λένε: σας περίμενα, ήρθα να ποδηλατήσω μαζί σας!" θυμάται.
Οι τρεις ποδηλάτες εντυπωσιάστηκαν από το τουρκικό επαρχιακό οδικό δίκτυο (απαγορευόταν να χρησιμοποιήσουν τις εθνικές οδούς), που ήταν χωρίς λακκούβες και ασφαλές, ενώ οι δρόμοι στην Ελλάδα, όπως είπαν, τους "χάρισαν" πολλά καρδιοχτύπια.
Το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής ήταν οι ανηφόρες μετά την τουρκική πόλη Ντούζτζε, που συνδυάζονταν με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Υπήρχε εναλλακτική διαδρομή πιο ομαλή και και λίγο πιο σύντομη, ωστόσο ο Παντελής δεν την προτίμησε γιατί φοβήθηκε τη ζέστη και την κίνηση των τουριστών στα παράλια.
Όπως είπε, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκε ότι δεν θα τα καταφέρει. "Στα δύσκολα, όταν πηγαίναμε πάνω στις ανηφόρες, εκεί όπου γονάτιζες στην κυριολεξία και έπεφτε η ταχύτητα σου, αισθανόσουν πως κάποιος άλλος ήτανε και σου έδινε τη δύναμη που δεν είχες εκείνη τη στιγμή... Γιατί εκεί που έλεγες κουράζομαι, εκεί έβγαινε μια κατηφόρα, εκεί από το πουθενά πεταγόταν μια θεριζοαλωνιστική μηχανή, για να πάμε από πίσω της και να μας κόψει τον αέρα και να σε τραβάει στο δυσκολότερο κομμάτι" σημείωσε.
Όταν έφτασαν στην Παναγία Σουμελά της Τραπεζούντας (αφού πέρασαν μια επίπονη ανηφόρα 47,5 χιλιομέτρων από το χωριό μέχρι το μοναστήρι) η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου εκπλήρωσαν το τάμα τους και άναψαν τα κεριά που κουβαλούσαν από την Παναγία Σουμελά του Βερμίου. "Εμείς ευχηθήκαμε το κεράκι αυτό που ανάψαμε να μην σβήσει, από τη στιγμή που δεν σβήνει μέσα μας, να μην σβήσει και για αυτούς που ελπίζουν" τόνισε.
Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια εμπειρία δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. "Δεν είμαι ο ίδιος, όταν πήγαινα με τον ίδιο Παντελή που γύρισε. Έμαθα να εκτιμώ περισσότερο ότι έχω την υγεία μου. Και από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα, τα υλικά θα προστεθούν και θα έρθουν... Όταν φορτώνεσαι πολλά πράγματα στην πλάτη σου, μπορεί να βρεθεί κάποιος να τα πάρει, αρκεί να το θέλεις και καμιά φορά να φωνάξεις βοήθεια" είπε.
Την απόφαση για τη διοργάνωση της έκθεσης, την πήρανε όταν επέστρεψαν μετά και από απαίτηση του κόσμου, που ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτό το προσκύνημα.
Μοναδική χαρακτήρισε την εμπειρία του ταξιδιού ο Βασίλης Γιοσμάς. Όπως ανέφερε, ο σκοπός ήταν συγκλονιστικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αφήσει τον Παντελή, με τον οποίο είναι χρόνια φίλοι, μόνο του.
Έντονη ήταν η συναισθηματική φόρτιση, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανέφερε τα ονόματα τους στη θεία λειτουργία, αλλά και όταν άναψαν το κερί.
"Ήτανε μια μεγάλη περιπέτεια γιατί και στον δρόμο είχαμε τις εντάσεις μας και τα νεύρα μας, και το γέλιο μας και τις κόντρες μας: όχι γιατί πήγες εσύ μπροστά, και όχι τώρα θέλω να φάω εγώ, όχι θα φάμε μετά" τόνισε. Για να επικρατήσει η ηρεμία "κάναμε ένα λεπτό διάλειμμα, παίρναμε τις ανάσες μας και η φωνή της λογικής που ήταν ο σεβασμός στον κ. Παναγιώτη και λόγω ηλικίας έδινε τη λύση".
Ο εξάχρονος εγγονός του Παναγιώτη Σωτηριάδη, του ζήτησε να ανάψει ένα κεράκι για όλα τα παιδιά του κόσμου και το τάμα αυτό που έπρεπε να εκπληρώσει τον έκανε να μην αισθάνεται κούραση. Στη διαδρομή ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, γιατί δεν ήθελε να πάθει κάποιο ατύχημα και να καθυστερήσει εξαιτίας του το ταξίδι, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι υπόλοιποι ότι ο "παππούς" ήταν βάρος.