“Παρά τη δύσκολη συγκυρία που διανύει η Ελλάδα, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι αναπτύσσει ισχυρή δυναμική ανάδειξής της σε σημαντικό περιφερειακό παράγοντα στην αγορά του φυσικού αερίου. Η γεωστρατηγική θέση της χώρας παρέχει σειρά πλεονεκτημάτων, τα οποία μπορούν να μετουσιωθούν τόσο σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη χώρα στο οικονομικό πεδίο, όσο και να αναβαθμίσουν τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης”.
Αυτό αναφέρουν σε εκτενές άρθρο τους στην “Καθημερινή της Κυριακής” οι Κώστας Ανδριοσόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Ενεργειακής Διοίκησης (RCEM.eu) στο ESCP Europe Business School στο Λονδίνο, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της ΔΕΠΑ, και ο Δημήτρης Αρβανίτης, δικηγόρος Αθηνών, LL.M, Ph.D cand. στο δίκαιο της ενέργειας (City University London).
Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, ο ρόλος της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα των αγωγών καθίσταται κομβικός. Η επιλογή του Αδριατικού Αγωγού Φυσικού Αερίου (TAP) ως προτιμητέου αγωγού για τον Νότιο Ενεργειακό Διάδρομο της Ε.Ε., αλλά και το σχέδιο για την ανάπτυξη του αγωγού Ελλάδας-Ιταλίας Ποσειδών (IGI) με τη συμμετοχή της ΔΕΠΑ, πέρα από τα οικονομικά οφέλη για τη χώρα και τις τοπικές κοινωνίες κατά την περίοδο κατασκευής τους, είναι μια εξέλιξη υψηλής στρατηγικής σημασίας, καθώς «κλειδώνει» τη συγκεκριμένη διαδρομή διαμέσου ελληνικού εδάφους ως την κύρια πύλη εισόδου του αζερικού αερίου στην Ευρώπη.
Οπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές από διάφορους αναλυτές της αγοράς, η μεταφορική δυνατότητα των 10 δισ. κ.μ., σε πρώτη φάση, είναι μικρή για το σύνολο της Ε.Ε. η οποία εισάγει περίπου 280 δισ. κ.μ. για τις ετήσιες ανάγκες της (από 460 δισ. κ.μ. συνολικής κατανάλωσης). Παρ’ όλα αυτά, η ποσότητα των 10 δισ. κ.μ. αντιστοιχεί σε ένα μεγάλο ποσοστό των εισαγωγών φυσικού αερίου των χωρών διέλευσης και των γειτόνων τους, αν αναλογιστεί κανείς ότι αθροιστικά η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Ρουμανία και η Αλβανία εισάγουν περίπου 12 δισ. κ.μ., ενώ η Τουρκία 45 δισ. κ.μ. και η Ιταλία 66 δισ. κ.μ..
Αυτή η τάξη μεγέθους έχει προφανή σημασία για τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού των προαναφερθέντων κρατών, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο σχεδιασμός του αγωγού επιτρέπει τη δυνατότητα διπλασιασμού της χωρητικότητας στο μέλλον. Επίσης, η προώθηση του Διασυνδετήριου Ελληνοβουλγαρικού αγωγού (IGB) από τη ΔΕΠΑ και τους συνεργάτες της θα δώσει μελλοντικά τη δυνατότητα και στις δύο χώρες να διαφοροποιήσουν τις πηγές προμήθειάς τους, καθώς μέσω αυτού έχει προγραμματισθεί η σύνδεση της Βουλγαρίας με τον TAP. Η δυνατότητα αντίστροφης ροής του αγωγού θα δώσει επίσης στην Ελλάδα τη δυνατότητα μέσω της υπάρχουσας υποδομής ή νέων υποδομών αφυγροποίησης να προμηθεύσει με ποσότητες υγροποιημένου αερίου τη Βουλγαρία, αλλά και όλη την ευρύτερη περιοχή, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ενός ευρύτερου δικτύου διασυνδετήριων αγωγών, όπως για παράδειγμα μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας (IBR), Βουλγαρίας και Σερβίας (IBS) κτλ.
Η δημιουργία των παραπάνω αγωγών ενισχύει αναμφισβήτητα την ενεργειακή ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής της ΝΑ Ευρώπης, καθιστώντας παράλληλα την Ελλάδα αναπόσπαστο συνδετικό κρίκο της. Ενισχυτικό ρόλο σε αυτό θα έχει η σχεδιαζόμενη κατασκευή τρίτης δεξαμενής αποθήκευσης στη Ρεβυθούσα από τον διαχειριστή του συστήματος φυσικού αερίου (ΔΕΣΦΑ), η οποία θα προσθέσει 95 χιλ. κ.μ. φυσικού αερίου στην παρούσα αποθηκευτική ικανότητα του συστήματος, αυξάνοντάς την κατά 73%. Οι δυνατότητες αποθήκευσης μπορούν να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο εάν πραγματοποιηθεί το προταθέν έργο αξιοποίησης του εξαντλημένου κοιτάσματος φυσικού αερίου της ελληνικών συμφερόντων Energean SA σε συνεργασία με τη ΔΕΠΑ στην περιοχή της Καβάλας, με εκτιμώμενη δυνατότητα αποθήκευσης 1 δισ. κ.μ.
Επιπλέον, η είσοδος ποσοτήτων αερίου από εναλλακτικές πηγές μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, εάν ευοδωθεί το έργο κατασκευής πλωτού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) από τη ΔΕΠΑ στην περιοχή της Καβάλας, το οποίο θα μπορούσε να προσθέσει 150.000 κ.μ. στην αποθηκευτική ικανότητα της χώρας, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα αποστολής έως και 5 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως στο σύστημα. Το παραπάνω έργο, σε ενδεχόμενη συνέργεια με συναφές έργο προτεινόμενο από την επίσης ελληνικών συμφερόντων GASTRADE S.A. στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, είναι μείζονος σημασίας για την πραγματική ανάδειξη της χώρας μας ως εμπορικού κόμβου αερίου στην ευρύτερη περιοχή.
Ακόμα, σημαντικές συνέργειες μπορούν να αναπτυχθούν και με τη ναυτιλιακή βιομηχανία για τις δυνατότητες εισαγωγών και εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), καθώς και τη δυνατότητα χρήσης του φυσικού αερίου ως καυσίμου κίνησης για τα ίδια τα πλοία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των πρόσφατων νομοθετικών προτάσεων της Ε.Ε. για μείωση των ναυτιλιακών ρύπων στις θάλασσές της, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου.
Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στις προοπτικές που ανοίγονται για τη μεταφορά του φυσικού αερίου της Κύπρου, μέσω του προταθέντος από τη ΔΕΠΑ αγωγού Eastern Mediterranean Pipeline. Ο αγωγός, που προωθείται σε συνεργασία με το υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Δημοκρατίας της Κύπρου, θα μπορούσε να μεταφέρει αρχικά 8 δισ. κ.μ. κυπριακού και ενδεχομένως ισραηλινού αερίου ετησίως. Ακόμα, ο σχεδιασμός για την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από την ελληνική κυβέρνηση, θα μπορούσε να διευκολυνθεί στο μέλλον από την ύπαρξη ενός δικτύου αγωγών που θα επέτρεπε τη διάθεση των ελληνικών υδρογονανθράκων στις γειτονικές αγορές, πέραν φυσικά της εξυπηρέτησης των εγχώριων αναγκών.
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα παραπάνω έργα έχουν χαρακτηριστεί «Κοινού Ενδιαφέροντος» (PCI) από την Κομισιόν, γεγονός που όχι μόνο ενισχύει τη σημασία τους αλλά κυρίως καθιστά περισσότερο εφικτή την υλοποίησή τους. Με την ολοκλήρωση των παραπάνω επενδύσεων, οι διαθέσιμες ποσότητες φυσικού αερίου θα ξεπεράσουν κατά πολύ τις ετήσιες ανάγκες της Ελλάδας, που κυμαίνονται στο επίπεδο των 4 δισ. κ.μ. ετησίως. Ετσι, οι επιπλέον αυτές ποσότητες δεν θα συμβάλλουν μόνο στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της περιοχής, αλλά μπορούν να γίνουν και αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης για την Ελλάδα.
Υπό αυτό το πρίσμα καθίστανται περισσότερο ρεαλιστικές οι επιδιώξεις για τη δημιουργία ενός εικονικού κόμβου συναλλαγών (virtual trading hub) στη χώρα μας, με πιθανή έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα και την ισχυρή βούληση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς, ενισχύοντας έτσι τον ανταγωνισμό σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας από την παραγωγή μέχρι την προμήθεια, καθώς και ο σχεδιασμός για προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών που θα αναβαθμίσουν τις ενεργειακές υποδομές της χώρας μας, θέτουν τις βάσεις για να αποκτήσει πλέον η Ελλάδα ενισχυμένο ρόλο ως ενεργειακός διαμετακομιστικός κόμβος και στρατηγική πύλη εισόδου των ενεργειακών δικτύων στο τόξο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.