Στις 21 Νοεμβρίου, τελικά, θα συζητηθεί στο Εφετείο του Λονδίνου το αίτημα των ελληνικών Αρχών για έκδοση στην Ελλάδα την πρώην ανακρίτριας Αντωνίας Ηλία.
Αυτό αποφάσισε χθες σε σύντομη συνεδρίαση το High Court, της βρετανικής πρωτεύουσας. Κανονικά, η υπόθεση ήταν προγραμματισμένη να εκδικαστεί σήμερα, αλλά οι δικηγόροι της κ. Ηλία ζήτησαν και κατάφεραν να πάρουν επιπλέον αναβολή. Το βασικό αιτιολογικό ήταν ότι θα πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης. Ο κ. Τσιτσελίκης, που ειδικεύεται σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναμένεται να καταθέσει έκθεση, ως εμπειρογνώμων, στην οποία θα παρουσιάζονται οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές.
Ο δικαστής της έδρας, φανερά ενοχλημένος από τις συνεχείς αναβολές που παίρνει η υπόθεση, ξεκαθάρισε προς τους συνηγόρους της Αντωνίας Ηλία ότι αυτή είναι η τελευταία αναβολή. Στο επιχείρημα της υπεράσπισης πως ο καθηγητής Τσιτσελίκης δεν μπορεί να ταξιδέψει τον Νοέμβριο εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων, ο δικαστής απάντησε ότι η εξέταση του μάρτυρα μπορεί να γίνει με βιντεοτηλέφωνο. Μάλιστα, σε μια αποστροφή του λόγου του, τόνισε πως και αν ακόμη αυτό δεν είναι δυνατόν, η υπεράσπιση θα πρέπει να βρει άλλον πραγματογνώμονα. «Είναι υπόθεση που εκκρεμεί από το 2011. Δεν μπορεί να πάει άλλο» είπε χαρακτηριστικά, ο δικαστής της έδρας.
Σημειώνεται πως ο κ. Τσιτσελίκης, που θεωρείται έγκριτος νομικός, είχε καταθέσει και στην εκδίκαση της υπόθεσης του ζεύγους Γριβέα, φέτος το καλοκαίρι. Τότε μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές παραβιάζουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα ανθρώπινα δικαιώματα των κρατουμένων και συνιστούν βασανιστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων). Επίσης το καλοκαίρι, αναφέρθηκε και στις καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τις «απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές (Κορυδαλλός, Ιωάννινα, Λάρισα, Τρίπολη)», όπως χαρακτηριστικά είχε επισημάνει. Παρ' όλα αυτά, το δικαστήριο του Γουεστμίνστερ, που εκδίκαζε την εν λόγω υπόθεση, δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματα της υπεράσπισης του ζεύγους Γριβέα και αποφάσισε την έκδοσή τους στην Ελλάδα.
Η Αντωνία Ηλία είναι φυγόδικη από το 2005. Κατηγορείται ότι πρωταγωνίστησε στο λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα. Οι κατηγορίες εναντίον της: Απάτη, «ξέπλυμα» χρήματος, συκοφαντική δυσφήμιση, παράβαση του νόμου για το πόθεν έσχες κ.α. Συνελήφθη, τον Μάιο του 2011 στο Μπράιτον της Αγγλίας. Εις βάρος της, την εποχή εκείνη εκκρεμούσαν πέντε ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Όταν οδηγήθηκε στο βρετανικό δικαστήριο για πρώτη φορά, αρνήθηκε την ταυτότητά της. «Με λένε Αντωνία Ζαμίν και είμαι Γαλλίδα» είχε πει τότε. Αφού εξακριβώθηκε η ταυτότητά της, προφυλακίστηκε στις φυλακές του Χόλογουεϊ για 19 μήνες. Αφέθηκε ελεύθερη τον Δεκέμβριο του 2012. Από τότε, ζει με αυστηρά περιοριστικά μέτρα σε ένα μικρό δωμάτιο στο βόρειο Λονδίνο και όπως η ίδια λέει, «προσπαθεί να αποτρέψει την έκδοσή της στην Ελλάδα, με κάθε τρόπο». Οι ελληνικές και αγγλικές Αρχές πρόσφατα ακύρωσαν τέσσερα από τα πέντε ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Η ίδια υποστηρίζει ότι και το πέμπτο πρέπει να ακυρωθεί και να αφεθεί ελεύθερη, καθώς- όπως τονίζει- οι συγκατηγορούμενοί της έχουν αθωωθεί αμετάκλητα από τις ελληνικές Αρχές. Εκτός των άλλων, έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο με το αιτιολογικό ότι κινδυνεύει η ζωή της. Παράλληλα, κατηγορεί τους εισαγγελείς Ιωάννα Ζαΐρη και Γιάννη Αγγελή ότι έχουν πει ψέματα στο αγγλικό δικαστήριο με σκοπό να πετύχουν παράνομα την έκδοσή της στην Ελλάδα. Πρόσφατα, σύμφωνα με την κ. Ηλία, ο βουλευτής των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, γνωστός από τη θέση που πήρε μέσα στο βρετανικό κοινοβούλιο υπέρ της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα, έστειλε επιστολή στον Έλληνα υπουργό Δικαιοσύνης, Χαρ. Αθανασίου με την οποία του ζητά να αποκατασταθούν όσες αδικίες έχουν γίνει εις βάρος της. Η ίδια απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ για το τι θα κάνει σε περίπτωση που οι βρετανικές Αρχές την αναγκάσουν να επιστρέψει στην Ελλάδα είπε: «Θα σεβαστώ απόλυτα, την απόφαση του βρετανικού κράτους».