Πρόκειται για ένα θέμα στο οποίο συγκρούονται οι απόψεις οικονομολόγων, πολιτικών και δημοσιογράφων από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη: Όταν μια βιομηχανική χώρα δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη της και κηρύσσει πτώχευση, πρόκειται για μια οικονομική καταστροφή ή μια ελάφρυνση για τους κατοίκους της;
Όπως επισημαίνει σε ρεπορτάζ της η Deutsche Welle, καθαρή απάντηση στο ερώτημα δεν έδωσε ούτε το κούρεμα χρέους της Ελλάδας, το μοναδικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις αρχές του 2012 η Ελλάδα διέγραψε τμήμα του χρέους της παίρνοντας δημοσιονομική ανάσα, αλλά από τότε η ελληνική οικονομία πήρε την κατιούσα και μέχρι σήμερα η χώρα δεν μπορεί να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά της. Αναζητώντας διδάγματα για το παρόν, δύο οικονομολόγοι, η καθηγήτρια στο Χάρβαρντ Κάρμεν Ράινχαρτ και ο Γερμανός συνάδελφος της Κρίστοφ Τράμπες, ανέλυσαν μια σειρά από χρεοκοπίες του παρελθόντος, θέτοντας το εξής βασικό ερώτημα: πώς επιδρά μια απομείωση χρέους ή χρεοκοπία μιας χώρας στην ανάπτυξη και στην ευημερία του λαού της;
Η απάντηση υπάρχει σε μια ερευνητική μελέτη των δύο οικονομολόγων με τον τίτλο “A distant mirror of debt, default and relief” που μόλις δημοσιεύτηκε, και κάνει αναφορά σε αυτήν η αυστριακή εφημερίδα der Standard. Στις περισσότερες περιπτώσεις, υποστηρίζουν οι δύο συγγραφείς, οι χρεοκοπίες επιφέρουν ένα μικρό οικονομικό θαύμα. Χώρες που κηρύσσουν στάση πληρωμών και, με ή χωρίς τη συναίνεση των δανειστών τους, κουρεύουν τμήμα του χρέους τους, αναπτύσσονται στη συνέχεια με γρηγορότερο ρυθμό από ότι πριν.
Στη μελέτη τους οι Ράινχαρτ και Τρέμπες ανέλυσαν συνολικά 47 χρεοκοπίες χωρών, οι περισσότερες στο διάστημα του μεσοπολέμου και στη Λατινική Αμερικής των δεκαετιών του '80 και του '90. Από τα 47 κράτη, τα 39 κατέγραψαν γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την κήρυξη μερικής ή ολικής στάσης πληρωμών. Σε 6 περιπτώσεις παρατηρήθηκε στασιμότητα και μόνο σε δύο χώρες συρρικνώθηκε η οικονομία. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η ανάπτυξη κινήθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στα πρώτα 4 χρόνια μετά την χρεοκοπία στο διάστημα του μεσοπολέμου, ο μέσος όρος ήταν της τάξης του 16% και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής 9%.
Οι δύο οικονομολόγοι αποδεικνύουν με βάση ιστορικά δεδομένα ότι η διαγραφή χρεών έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Το 1934 πολλές ευρωπαϊκές χώρες δήλωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν άλλο τα δάνεια από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έναντι της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Και ενώ για παράδειγμα το χρέος της Αυστρίας ήταν σχετικά μικρό, 23 εκατ. δολάρια το 1934, η Γαλλία εξοικονόμησε ποσό της τάξης των δισεκατομμυρίων, μειώνοντας το χρέος της κατά 50% μετά το 1934.
Μια συνηθισμένη αντίρρηση για τις διαγραφές χρεών είναι ότι ναι μεν οι βιομηχανικές χώρες εξοικονομούν μικροπρόθεσμα χρήματα, μακροπρόθεσμα όμως “υποφέρουν”, γιατί μετά τη χρεοκοπία κανείς δεν τις εμπιστεύεται, αφού έχουν διακινδυνεύσει την αξιοπιστία τους. Αλλά και αυτό φαίνεται να μην ισχύει, σύμφωνα με την μελέτη. Μετά από μια χρεοκοπία το 1980 χρειάζονταν 4 χρόνια για να πάρει η χώρα νέα δάνεια. Την δεκαετία του '90 οι χώρες που κήρυξαν στάση πληρωμών πήραν σχεδόν αμέσως φρέσκο χρήμα. Για τους νέους δανειστές ήταν προφανώς αδιάφορο εάν οι προηγούμενοι “αιμορράγησαν”.
Το συμπέρασμα της μελέτης των Ράινχαρντ και Τρέμπερ είναι σαφές: όταν οι χώρες είναι υπερχρεωμένες, εκείνο που χρειάζεται είναι ένα καθαρό κούρεμα και όχι μακροχρόνιοι πολιτικοί τακτικισμοί. Βέβαια, σε όλα αυτά αναμένεται πολύ γρήγορα και ο αντίλογος, δεδομένου ότι η Ράινχαρτ γίνεται αντικείμενο στενής επιστημονικής παρακολούθησης, αφότου ανακαλύφθηκε ότι σε δημοσιεύσεις της μετά το 2013 με θέμα το χρέος, τις οποίες έκανε μαζί με τον οικονομολόγο Κένεθ Ρογκόφ, επίσης καθηγητή στο Χάρβαρντ, κρύβονταν πολλά λάθη.