Του Γιώργου Λαμπίρη
Η Δούκισσα της Πλακεντίας έζησε μια ζωή ταραχώδη. Μυστηριώδης και απρόσιτη ήρθε στην Ελλάδα το 19ο αιώνα και παντρεύτηκε τον Δούκα της Πλακεντίας. Ένας γάμος που δεν είχε ευτυχή κατάληξη, καθώς βρήκε το ζευγάρι να ζει σε διάσταση, χωρίς ποτέ να πάρουν διαζύγιο.
Η Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπρέν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έμεινε γνωστή για τα φιλελληνικά της αισθήματα, ενώ ήταν μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου.
Γνώρισε τον Καποδίστρια, ο οποίος την εντυπωσίασε με τη μόρφωσή του, στη συνέχεια όμως εξελίχθηκε σε ορκισμένη εχθρό του. Η εκκεντρική της προσωπικότητα την ακολουθούσε παντού, ενώ πολλοί μύθοι γεννήθηκαν γύρω από εκείνη. Μύθοι, οι οποίοι εκτός από τους εκλεκτούς καλεσμένους και λόγιους της εποχής που συναναστρεφόταν, την ήθελαν να έχει στενές σχέσεις με ληστές, όπως ο Νταβέλης, ενώ το 1846, η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον λήσταρχο Μπίμπιση.
Για την αμφιλεγομενη προσωπικότητα, της Δούκισσας της Πλακεντίας, μιλάει στο news.gr, o διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Ιστορίας και διδάσκων στη σχολή Ευελπίδων, Δημήτρης Μαλέσης.
-Κύριε Μαλέση, ποιος ήταν ο ρόλος της Δούκισσας της Πλακεντιάς στο διάστημα της παραμονής της στη χώρα μας και ιδίως κατά την Ελληνική Επανάσταση;
"Επηρεασμένη από το κίνημα του ρομαντισμού και του φιλελληνισμού, η Γαλλίδα ευγενής Σοφία Λεμπρέν ευαισθητοποιήθηκε ιδιαίτερα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα το ’21. Σε επιστολή του από την Μπολόνια, το Νοέμβριο του 1827, ο Καποδίστριας σπεύδει να την ευχαριστήσει για τη δωρεά των 14.000 φράγκων, που έκανε προς το ελληνικό κράτος. Λόγω της διάλυσης του γάμου της, αποφασίζει να φύγει από την πατρίδα της και στο δίλημμα να εγκατασταθεί στην Ιταλία ή στην Ελλάδα, επιλέγει λόγω των φιλελληνικών αισθημάτων της, το δεύτερο. Έφτασε στο Ναύπλιο στις 22 Δεκεμβρίου του 1829 με το πλοίο «Άρης», που είχε κυβερνήτη τον Ιωάννη Μιαούλη, γιο του ναυάρχου και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του διοικητή της πόλης Κωνσταντίνου Ράδου. Στην πόλη συναναστρέφεται με προσωπικότητες της εποχής, ενώ ταξιδεύει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και την Αίγινα, γνωρίζοντας τον τόπο, τους ανθρώπους και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το υπό ανεξαρτησία κράτος. Δίνει έμφαση στην εκπαίδευση και για το λόγο αυτό πληρώνει δασκάλα προκειμένου να εκπαιδεύσει 12 κορίτσια οικογενειών με προσφορά στον Αγώνα. Το 1831 αναχωρεί, αφού προηγουμένως έχει αλλάξει ολοκληρωτικά στάση απέναντι στην καποδιστριακή πολιτική. Ευρισκόμενη εν πλω πληροφορείται τη δολοφονία του Κυβερνήτη και δεν κρύβει την ικανοποίησή της, χαρακτηρίζοντας τους Μαυρομιχαλαίους ως εφάμιλλους των αρχαίων τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα. Τη γνωστή οικογένεια της Μάνης, την οποία υπολήπτεται και θαυμάζει, τη θεωρεί γνήσια συνέχεια του ηρωισμού του Λεωνίδα, ενώ αρνείται και την ελληνικότητα ακόμη του Καποδίστρια, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «προδότη»".
-Πώς επηρέασε τη ζωή της ο θάνατος της αγαπημένης της κόρης, Ελίζας;
"Το 1836, μετά από ταξίδι που πραγματοποιεί στην Ανατολή, δέχεται ισχυρό πλήγμα καθώς έχασε στη Βηρυτό την πολυαγαπημένη της κόρη Ελίζα. Το γεγονός θα τη σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή της. Το πτώμα, αφού το ταρίχευσε, το μετέφερε στην Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί από το 1837 οριστικά. Ας σημειωθεί ότι τον ίδιο καιρό πέθανε στο Μόναχο από χολέρα ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, υπασπιστής του Όθωνος, τον οποίο λέγεται ότι είχε αγαπήσει η νεαρή Ελίζα. Η συμπεριφορά της έκτοτε θα αλλάξει, θα περιορίσει τους κύκλους των κοινωνικών επαφών, ενώ θα ξεκινήσει αναζητήσεις θρησκευτικές κινούμενη μεταξύ ιουδαϊσμού και μωαμεθανισμού. Ταυτόχρονα, όμως, θα επιληφθεί της εκπαίδευσης των κοριτσιών ιστορικών οικογενειών".
-Ποιος ο ρόλος που διαδραμάτισε η Εκκλησία της εποχής και συγκεκριμένα η Μονή Πεντέλης, στην προσπάθειά της να αγοράσει εκτάσεις στο Πεντελικό και πώς λύθηκε η εμπλοκή, η οποία δημιουργήθηκε;
"Θέλοντας να ζήσει μακριά από την πόλη επιλέγει να χτίσει το Καστέλλο (Chateau), επιλέγοντας την περιοχή της Πεντέλης. Η περιοχή συνδύαζε πολλά πλεονεκτήματα, με θέα την πεδιάδα των Μεσογείων, τη θάλασσα και φυσικές πηγές. Γνωρίζοντας ότι η μονή Πεντέλης αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα για τη συντήρησή της, ιδίως μετά την Επανάσταση, ζητά από τον ηγούμενο να αγοράσει μία έκταση που ανήκε στη μονή. Το ηγουμενοσυμβούλιο έθεσε ως όρο να μην παραχωρηθεί η υπό διαπραγμάτευση έκταση σε αλλοεθνή ή ετερόδοξη οικογένεια, μετά το θάνατο της δούκισσας. Η διαφωνία έλαβε τέλος με την παρέμβαση της κυβέρνησης, η οποία υποστήριξε τη δούκισσα. Το 1840 αγοράστηκε η έκταση 1738 στρεμμάτων έναντι 7.155 δραχμών. Η Maisonette, όπως ονομάστηκε, με το μυστικοπαθές, μοναστηριακού χαρακτήρα υπερώο, αποπερατώθηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κλεάνθη το 1841. Νέα διαμάχη ξέσπασε με τη μονή, όταν η δούκισσα θέλησε να οικοδομήσει το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, επειδή οι μοναχοί υποστήριξαν ότι το κτίσμα παρακώλυε την είσοδο προς τη μονή και ότι θα στερούνταν το ποτιστικό νερό για τις καλλιέργειές του. Στη διαμάχη παρενέβη υπέρ της δούκισσας ο Κωλέττης, τον οποίο είχε ενισχύσει οικονομικά κατά την προεκλογική περίοδο η γαλλίδα ευγενής. Από τη στιγμή που έγινε πρωθυπουργός ο Ηπειρώτης πολιτικός(1844)δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να επιβληθεί και λόγω του χαρακτήρα του και της αυταρχικής, ούτως ή άλλως, πολιτικής του. Τελικά, επήλθε κάποιος συμβιβασμός και το θέμα έκλεισε οριστικά το 1846".
-Ποιοι θρύλοι συνοδεύουν τον πύργο της Πλακεντίας και πώς προήλθε η ονομασία του;
"Πολλά έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με τις σχέσεις των ληστών της εποχής με τη διάσημη δούκισσα και ιδιαίτερα με τον πασίγνωστο Νταβέλη. Οι περισσότεροι κινούνται, όμως, στον γοητευτικό χώρο της λαϊκής μυθοπλασίας. Αποδεδειγμένη είναι η περίπτωση του ληστή Μπίμπιση, ο οποίος έστησε ενέδρα και απαίτησε 5.000 χρυσά τάλιρα. Η δούκισσα έστειλε κάποιον βοηθό για να τα φέρει, ωστόσο οι κάτοικοι του Χαλανδρίου είχαν σπεύσει επί τόπου για να την προστατέψουν. Ο ληστής, ο οποίος είχε τη φήμη ότι δεν έκανε κακό όταν μπορούσε να το αποφύγει, και ότι βοηθούσε τους φτωχούς, έφυγε χωρίς να πετύχει τελικά το σκοπό του".
-Πώς πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της έως και το θάνατό της;
"Το 1847 η δούκισσα δέχτηκε νέο ισχυρό χτύπημα, όταν κάηκε ολοσχερώς το σπίτι που διέθετε στην Αθήνα, με αποτέλεσμα εκτός από την απώλεια κειμηλίων της, να αποτεφρωθεί το σώμα της ταριχευμένης κόρης της. Από το 1853 η υγεία της είχε κλονισθεί αισθητά και οι κοινωνικές επαφές της είχαν περιορισθεί στο ελάχιστο. Μόνιμος επισκέπτης ήταν πλέον ο γιατρός Ράιζερ. Η δούκισσα δεν μπορούσε να διαβάζει και το έργο αυτό είχε αναλάβει η Ελένη Καψάλη-Σκουζέ, που τη συντρόφεψε μέχρι το τέλος. Πέθανε στις 2 Μαϊου του 1854 και, όπως είχε ζητήσει, συνετάφη με την τέφρα της κόρης της. Επίσης είχε ζητήσει να σκοτώσουν τα δύο σκυλιά της, τα οποία και θάφτηκαν κοντά στον τάφο της. Οι κάτοικοι του Χαλανδρίου, όπως και οι μοναχοί της μονής Πεντέλης, συντρόφεψαν την ιδιόρρυθμη δούκισσα στην τελευταία κατοικία και απέτισαν φόρο τιμής, καθώς την είχαν αγαπήσει ιδιαίτερα".
(Οι δύο τελευταίες φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα authorway.com)