Οι γυναίκες που δεν καταφέρνουν τα αποκτήσουν παιδιά , ακόμη και μετά από θεραπεία γονιμότητας έχουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Human Reproduction. Ο λόγος για τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι η «ανεκπλήρωτη επιθυμία» να αποκτήσουν μια οικογένεια, ισχυρίζονται οι ερευνητές. Ωστόσο, οι γυναίκες που είναι σε θέση να παραμερίσουν την επιθυμία τους για μητρότητα , είναι πιθανό να είναι πιο ευτυχισμένες.
Η μελέτη αξιολόγησε την ψυχική υγεία μιας ομάδας 7.000 γυναικών μετά από μια αποτυχημένη θεραπεία γονιμότητας (όπως διέγερση ωοθηκών, ενδομήτρια σπερματέγχυση και εξωσωματική γονιμοποίηση), για ένα χρονικό διάστημα διάρκειας περίπου δέκα ετών. Κατά τη στιγμή που απαντούσαν στα ερωτηματολόγια της μελέτης, 6%των γυναικών εξακολουθούσαν να ήθελαν να κάνουν παιδιά.
«Βρήκαμε ότι οι γυναίκες που εξακολουθούσαν να επιθυμούν να κάνουν παιδιά είχαν μέχρι και 2,8 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κλινικά σημαντικά προβλήματα ψυχικής υγείας από τις γυναίκες που δεν διατήρησαν την επιθυμία να γίνουν μητέρες», ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Δρ. Σοφία Γκαμέιρο από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ και προσέθεσε ότι «ήταν εντυπωσιακό το εύρημα ότι ακόμα και οι γυναίκες που είχαν παιδιά και επιθυμούσαν περισσότερα παιδιά, ήταν 1,5 φορές πιο πιθανό να έχουν χειρότερη ψυχική υγεία από ό, τι εκείνες που δεν διατήρησαν την επιθυμία να κάνουν κι άλλα παιδιά".
Ωστόσο, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι γυναίκες που ξεκίνησαν την θεραπεία γονιμοποίησης σε μεγαλύτερη ηλικία είχαν καλύτερη ψυχική υγεία από ό, τι εκείνες που ξεκίνησαν σε μικρότερη ηλικία. Επίσης οι γυναίκες που ήταν παντρεμένες ή συζούσαν με το σύντροφό τους είχαν καλύτερη ψυχική υγεία από ό, τι οι γυναίκες που ήταν διαζευγμένες ή χήρες. Τέλος οι καλύτερα μορφωμένες γυναίκες είχαν επίσης καλύτερη ψυχική υγεία από ό, τι το λιγότερο μορφωμένες.