Εκτενές άρθρο για την προβληματική νομοθεσία γύρω από την πτώχευση επιχειρήσεων δημοσιεύει η αμερικανική οικονομική εφημερίδα Wall Street Journal, επισημαίνοντας πως η νομοθεσία αυτή “καθιστά σχεδόν αδύνατο για τις ελληνικές τράπεζες είτε να διασώσουν την επιχείρηση, είτε να την κλείσουν, χωρίς τη συναίνεση των κύριων μετόχων”.
Το άρθρο επικαλείται πρόσφατη μελέτη του οίκου PricewaterhouseCoopers, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα υπάρχουν 650 επιχειρήσεις-ζόμπι, οι οποίες είναι φορτωμένες με χρέη δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που δεν μπορούν να αποπληρώσουν, όμως δεν είναι σε θέση ούτε να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της απαρχαιωμένης νομοθεσίας για τις πτωχεύσεις.
“Η κανονική πτώχευση δεν υφίσταται στην Ελλάδα”, δηλώνει ο δικηγόρος, ειδικός στο πτωχευτικό δίκαιο, Στάθης Ποταμίτης. “Αν είχαμε μία πιο αποτελεσματική νομοθεσία, σχεδόν οι μισές από τις εκκρεμείς περιπτώσεις αναδιάρθρωσης θα είχαν επιλυθεί μέχρι τώρα. Αντίθετα, τίποτα δε συμβαίνει και η αξία αυτών των επιχειρήσεων χάνεται με το πέρασμα του χρόνου”, σημειώνει.
Η Wall Street Journal αναφέρεται μάλιστα στην επικείμενη νέα νομοθεσία για τις πτωχεύσεις, που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή πιθανόν και εντός του Σεπτεμβρίου και θα δίνει το “πάνω χέρι” στις τράπεζες για την αναδιοργάνωση επιχειρήσεων που έχουν μεγάλα χρέη. Ωστόσο, όλοι όσοι έχουν απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου, των υπαλλήλων και των προμηθευτών τους, θα είναι αναγκασμένοι να δεχθούν περικοπές στις απαιτήσεις τους.
Ως παράδειγμα της κατάστασης που επικρατεί με την τρέχουσα νομοθεσία παρατίθεται η εταιρεία ΝΗΡΕΥΣ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ, η οποία ενώ κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος παίκτης στον κλάδο της, σήμερα πνίγεται στα χρέη, με τον ιδρυτή της επιχείρησης, Αριστείδη Μπελέ, να βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια στα “χαρακώματα” με τους δανειστές της εταιρείας, αρνούμενος να παραχωρήσει τον έλεγχό της στις τράπεζες.
“Από τότε που η ΝΗΡΕΥΣ δεν μπόρεσε να καλύψει μία πληρωμή τόκων πριν από δύο χρόνια, η επιχείρηση και οι δανειστές της βρίσκονται σε αδιέξοδο, που έχει προκληθεί εν μέρει από την ελληνική νομοθεσία”, σημειώνεται στο δημοσίευμα.