Συνταγματικές έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας τις περικοπές που έγιναν, λόγω μνημονίου, στα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) αναδρομικά από τον Αύγουστο του 2012.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του ΣΤ΄ Τμήματος αναφέρουν στην απόφαση τους ότι οι μειώσεις έγιναν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, αν και δέχονται ότι το Σύνταγμα επιτάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση για τα μέλη ΔΕΠ λόγω της φύσης των καθηκόντων τους, δεν μπορούν, λένε, να εξομοιωθούν με δικαστικούς και ενστόλους.
Όπως υπογραμμίζουν, ο χαρακτηρισμός τους ως δημοσίων λειτουργών και η υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης δεν επιβάλλει τη μισθολογική εξομοίωση τους με τους δικαστικούς λειτουργούς ή άλλες κατηγορίες συνδεδεμένες με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, για τις οποίες προβλέπονται δεσμεύσεις απασχόλησης, ειδικές συνθήκες εργασίας συνεπαγόμενες κινδύνους, απαγορεύσεις, περιορισμούς δικαιωμάτων, όπως οι στρατιωτικοί.
Οι δικαστές δέχονται ότι αποτελούν διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, και καταλήγουν ότι το μισθολόγιο των μελών ΔΕΠ μετά την τελευταία μείωση - αν και διαμορφώνεται σε μη ικανοποιητικά επίπεδα - δε φτάνει στο σημείο να διακυβεύεται το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης εν όψει των σημερινών συνθηκών ή να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η άσκηση των καθηκόντων τους.
Ωστόσο, λόγω σπουδαιότητας, το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ, η οποία και θα έχει τον τελευταίο λόγο.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του ΣΤ΄ Τμήματος με τη συγκεκριμένη απόφαση απέρριψαν προσφυγές που είχαν καταθέσει τρεις καθηγητές ιατρικής, φιλοσοφικής και οδοντιατρικής, ζητώντας να αποζημιωθούν με ποσά 3.426 έως 6.801 ευρώ που απώλεσαν από 1.8.2012 έως 30.4. 2013 (ημέρα κατάθεσης της προσφυγής) λόγω των περικοπών του Ν. 493/2012.
Οι καθηγητές υποστήριζαν ότι οι αποδοχές τους μετά και τις αλλεπάλληλες μειώσεις προγενέστερων νόμων δεν επαρκούν για την άσκηση των ακαδημαϊκών τους καθηκόντων και για τα έξοδα διαβίωσης.