Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΣΔΑΑ)
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ζουν περίπου 80 εκατομμύρια άτομα με αναπηρία. Πολλά από αυτά έχουν περιορισμένη ή καθόλου δικαιοπρακτική ικανότητα, κάτι που τα εμποδίζει να ζουν ανεξάρτητα και να παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή τους.
Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΣΔΑΑ) εισάγει μια τομή στον τρόπο αντίληψης της αναπηρίας.
Προσεγγίζει τα άτομα με αναπηρία ως κατόχους δικαιωμάτων σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα και τα τοποθετεί στο επίκεντρο όλων των αποφάσεων που τα αφορούν.
Αυτός ο τρόπος προσέγγισης της αναπηρίας με βάση τα δικαιώματα έχει σημαντικές προεκτάσεις για τη νομοθεσία σχετικά με τη δικαιοπρακτική ικανότητα και για την εφαρμογή της.
Τί είναι όμως η δικαιοπρακτική ικανότητα;
Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα του ατόμου να λαμβάνει νομικά έγκυρες αποφάσεις και να συνάπτει δεσμευτικές συμβατικές σχέσεις. Καθιστά το άτομο υποκείμενο δικαίου και κάτοχο νόμιμων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η δικαιοπρακτική ικανότητα έχει μεγάλη σημασία, διότι επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής, από την υπογραφή συμβάσεων εργασίας έως το δικαίωμα ψήφου. Η ΣΔΑΑ κάνει αναφορά στη δικαιοπρακτική ικανότητα στο άρθρο 12 για την «Ισότιμη αναγνώριση ενώπιον του νόμου».
Τα βασικά κείμενα των ενωσιακών πολιτικών αναγνωρίζουν συντονιστικό ρόλο στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στον τομέα της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Στην ευρωπαϊκή στρατηγική για την αναπηρία 2010–2020 επισημαίνεται ότι: «Η δράση της ΕΕ θα στηρίξει και θα συμπληρώσει τις εθνικές πολιτικές και προγράμματα για την προαγωγή της ισότητας, για παράδειγμα μέσω της προώθησης της συμμόρφωσης της νομοθεσίας των κρατών μελών για τη νομική ικανότητα με τη [ΣΔΑΑ].» Το 2008, η ομάδα υψηλού επιπέδου της ΕΕ για την αναπηρία χαρακτήρισε την εφαρμογή του άρθρου 12 «κοινή πρόκληση» που πρέπει να αντιμετωπιστεί, τονίζοντας επίσης τη σημασία της ανταλλαγής εμπειριών για την καλύτερη εφαρμογή της ΣΔΑΑ.
Στο πλαίσιο στήριξης της εφαρμογής της ΣΔΑΑ, ο FRA (European Union Agency for Fundamental rights) ανέλυσε διεθνή και εθνικά πρότυπα για τη δικαιοπρακτική ικανότητα ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας και ατόμων με νοητική αναπηρία, ανάλυση την οποία συμπλήρωσε και με τα ευρήματα έρευνας η οποία βασίστηκε σε συνεντεύξεις με άτομα με αναπηρία.
Με την επικύρωσή της από την ΕΕ, η ΣΔΑΑ ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη της Ένωσης, δημιουργώντας έννομες υποχρεώσεις στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Οι περιορισμοί στη δικαιοπρακτική ικανότητα θίγουν θέματα διακρίσεων και ισότητας, αρχές που προστατεύονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Το άρθρο 12 της ΣΔΑΑ αναγνωρίζει ότι τα άτομα με αναπηρία «απολαμβάνουν ικανότητα προς δικαιοπραξία σε ίση βάση με τους άλλους, σε όλες τις πτυχές της ζωής» και ότι η αναπηρία καθαυτή δεν δικαιολογεί στέρηση της δικαιοπρακτικής
ικανότητας.
Είναι σημαντικό ότι το άρθρο αποτελεί κρίσιμο σημείο όσον αφορά στον τρόπο προσέγγισης της δικαιοπρακτικής ικανότητας, αναγνωρίζοντας στα άτομα με αναπηρία το δικαίωμα να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους.
Η προδιαγραφή του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία υιοθετήθηκε πριν από την ΣΔΑΑ, επιτρέπει τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και κατοχυρώνονται κάποιες εγγυήσεις.
Ωστόσο, η ύπαρξη αναπηρίας δεν δικαιολογεί καθαυτή στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Οποιοσδήποτε περιορισμός πρέπει να είναι αναλογικός προς τις ανάγκες του.
Η έναρξη ισχύος της ΣΔΑΑ άνοιξε τον διάλογο για τα ισχύοντα νομικά πλαίσια που διέπουν τη δικαιοπρακτική ικανότητα στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Τα κράτη μέλη που έχουν επικυρώσει τη ΣΔΑΑ είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις με την εκπόνηση εθνικής νομοθεσίας που θα επιτρέπει μέτρα υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων, δηλαδή μέτρα που σέβονται την αυτονομία, τη βούληση και τις προτιμήσεις του ατόμου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του FRA, οι ισχύουσες νομοθεσίες για τη δικαιοπρακτική ικανότητα στα κράτη μέλη της ΕΕ μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη, για τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας ενός ατόμου, η νοητική αναπηρία ή το πρόβλημα ψυχικής υγείας πρέπει να συνδυάζεται με ένα δεύτερο κριτήριο σχετιζόμενο με την «ανικανότητα» του ατόμου να χειρίζεται τις υποθέσεις του. Κατά κανόνα, κατόπιν της απόφασης περί της
δικαιοπρακτικής ανικανότητας διορίζεται συμπαραστάτης.
Σε όλα τα κράτη μέλη, η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την προσβολή της απόφασης στέρησης της δικαιοπρακτικής ικανότητας και διορισμού συμπαραστάτη.
Ο περιορισμός της Δικαιοπρακτικής ικανότητας θα πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και δεν θα πρέπει να γίνει ανεξέλεγκτα και αυθαίρετα διότι σε διαφορετική περίπτωση τα άτομα νοιώθουν ανήμπορα, ότι γίνονται πράγματα εις βάρος τους και ερήμην τους ενώ ο αποκλεισμός τους οδηγεί ενίοτε σε καταστάσεις εκμετάλλευσης τους από συγγενείς που δήθεν ενδιαφέρονται για «το καλό τους».