Aρχές του Ποινικού Δικαίου στην χώρα μας

Οι περισσότεροι έχουν συνδυάσει την εικόνα ενός Δικηγόρου με την διεξαγωγή μίας ποινικής δίκης, ενδεχομένως λόγω της αμεσότητας της διαδικασίας και της έκδοσης της απόφασης  - ως επί το πλείστον αυθημερόν - αλλά και λόγω της σύνδεσης του Ποινικού Δικαίου με την έννοια της ελευθερίας του ατόμου.

 

Η θεμελιώδης αρχή του Ποινικού μας Δικαίου είναι ότι για να τιμωρηθεί κανείς ποινικά θα πρέπει να εκδηλώσει, εξωτερικά, μία συμπεριφορά, η οποία προβλέπεται ήδη στον Ποινικό Κώδικα ή σε άλλο Νόμο, ως έγκλημα, με συγκεκριμένη και όχι αόριστη περιγραφή, όπως επίσης και η προβλεπόμενη ποινή.

Εξάλλου, ο ποινικός νόμος δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ για παράδειγμα, η κατασκευή αυθαιρέτου έγινε αξιόποινη πράξη το 1983, συνεπώς όποιος είχε χτίσει αυθαίρετο πριν την ημέρα που τέθηκε σε εφαρμογή ο σχετικός Νόμος, δεν θα μπορούσε να τιμωρηθεί.

Μία άλλη βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου είναι η αρχή της εφαρμογής του ευνοϊκότερου Νόμου που σημαίνει ότι αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της, ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, που σημαίνει ότι μόνον ο ευνοϊκότερος Νόμος μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής και σε πράξεις που τελέστηκαν πριν την ψήφισή του.

Για παράδειγμα εάν μία πράξη που διώκεται αυτεπάγγελτα, ακολούθως οριστεί ότι διώκεται κατόπιν έγκλησης, όπως συνέβη με τις ακάλυπτες επιταγές, επειδή η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο, εφαρμόστηκε και σε εκκρεμείς υποθέσεις και εφόσον ο παθών δεν υπέβαλε έγκληση εντός 3 μηνών, η πράξη δεν τιμωρείται.

Επίσης, αν με μεταγενέστερο Νόμο πάψει μία πράξη να συνιστά έγκλημα, τότε παύει η ποινική δίωξη ή ο καταδικασθείς, αν κρατείται μόνο για αυτό το λόγο, αποφυλακίζεται.

Δεν επιβάλλεται ποινή, αν η πράξη δεν είναι άδικη (π.χ αν η πράξη έγινε λόγω νόμιμης άμυνας) ή αν ο δράστης είναι ακαταλόγιστος, δηλαδή δεν έχει συνείδηση των πραττομένων.

Το έγκλημα μπορεί να τελεστεί και με παράλειψη π.χ όταν ο ναυαγοσώστης βλέπει κάποιον που πνίγεται και δεν κάνει τίποτα.

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε : κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα. Κακουργήματα είναι όσες πράξεις τιμωρούνται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης. Πλημμελήματα όσες τιμωρούνται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και πταίσματα όσες τιμωρούνται με κράτηση ή πρόστιμο.

Ποιά είναι όμως τα όρια των ποινών;

Τα όρια των ποινών είναι : η κάθειρξη από 5 έως 20 χρόνια, η φυλάκιση από 10 μέρες έως 5 χρόνια, η κράτηση από μία ημέρα έως ένα μήνα, η χρηματική ποινή από 150 έως 15.000 ευρώ και το πρόστιμο από 29 έως 590 ευρώ. Μπορεί όμως, όπως έχουμε δει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις οι χρηματικές ποινές να είναι (πολύ) μεγαλύτερες, ισχύει δηλ. ο κανόνας ότι η ειδική διάταξη υπερισχύει της γενικής.

Επίσης, με το θάνατο του καταδικασθέντος διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα και σε καμία περίπτωση δεν εκτελούνται σε βάρος των κληρονόμων λόγω του προσωπικού χαρακτήρα της ποινής. Τα φορολογικά πρόστιμα βέβαια είναι μία άλλη περίπτωση διότι αυτά κληρονομούνται.

 

Χρύσα Τσιώτση

Δικηγόρος 

[email protected]