Ιδιαιτέρως διαφωτιστική είναι η υπ’ αριθμ. 1521/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αφορά τις εμπορικές συμβάσεις και δη τις συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων, η οποία αναλύει κατά πόσο υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων σε διαφορές που προκύπτουν κατά την κατάρτιση και εκτέλεση τέτοιων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων, ένα θέμα εξαιρετικά επίκαιρο και κρίσιμο ιδιαιτέρως στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης, όπου οι εξαγωγές αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος πολλών ανερχόμενων Ελλήνων εξαγωγέων ελαιολάδου, ελιών καθώς και σαπουνιών και άλλων προϊόντων. Το βασικό ερώτημα που τίθεται λοιπόν από πολλούς Έλληνες εξαγωγείς είναι το εξής: έχουν αρμοδιότητα τα Ελληνικά Δικαστήρια για την εκδίκαση διαφορών που προκύπτουν από συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων που περιέχουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε ως προς την ιθαγένεια των συμβαλλομένων, είτε προς την κατοικία τους, είτε ως προς τον τόπο κατάρτισης ή εκτέλεσης της εκάστοτε σύμβασης πώλησης εμπορευμάτων; Η έμπειρη δικηγόρος, Όλγα Ντόβα, από το ομώνυμο δικηγορικό της γραφείο εξηγεί.
Η υπ’ αριθμ. 1521/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, συνδυάζοντας τις διατάξεις του άρθρου 3 ΚΠολΔ και 2 παρ. 1, 5, 6 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ορίζει:
α) ότι τα πρόσωπα που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος, ακόμη και αν δεν έχουν την ιθαγένεια του μέλους αυτού, υπάγονται, στο κράτος αυτό και συνεπώς ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν. Έτσι λοιπόν αν οι συμβαλλόμενοι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, μπορούν να προσφύγουν στα Ελληνικά Δικαστήρια, προκειμένου να επιλύσουν τις διαφορές που αφορούν την εκτέλεση της συναφθείσης σύμβασης πώλησης εμπορευμάτων, ακόμη και εάν δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια,
β) ότι για τις διαφορές που προκύπτουν κατά την εκτέλεση μίας σύμβασης πωλήσεως εμπορευμάτων μεταξύ προσώπων – κατοίκων των χωρών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση των Βρυξελλών (ήδη Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου-μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα), ιδρύεται δικαιοδοσία (αρμοδιότητα) των Ελληνικών Δικαστηρίων εφόσον η παράδοση των εμπορευμάτων κατά τη σύμβαση έγινε ή έπρεπε να γίνει στην Ελλάδα και δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση,
γ) ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του επί εδάφους κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος, για τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 διαφορές, εάν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ τη χωριστή εκδίκασή τους και
δ) ότι εταιρεία που έχει την τυπική καταστατική της έδρα στο εξωτερικό, ωστόσο εν τοις πράγμασι η έδρα της βρίσκεται στην Ελλάδα (εκεί ασκείται η διοίκησή της), αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται με βάση τον τόπο της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρείας. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον για την ίδια, από τη σύμβαση διαφορά, ενέχεται και άλλο πρόσωπο, που κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εγκύρως ενάγεται στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο αποκτά και γι’ αυτό διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον πρόκειται για διαφορά που επιδέχεται ενιαία ρύθμιση και προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.