Όπως είπε ο Γιάννης Στουρνάρας, η πρόβλεψη για φέτος εμπεριέχει αβεβαιότητες
Ανάπτυξη με ρυθμό 4,2% προβλέπει για το 2021 η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, στη διάρκεια της ετήσιας γενικής συνέλευσης, δήλωσε ότι η πρόβλεψη για φέτος εμπεριέχει αβεβαιότητες, οι οποίες συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας και την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει ο εμβολιασμός του πληθυσμού. Ο ίδιος συνέστησε ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης θα πρέπει να συνεχιστούν και φέτος στοχευμένα, εκτιμώντας ότι ως αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ο Προϋπολογισμός θα εμφανίσει και φέτος πρωτογενές έλλειμμα 5,3% ΑΕΠ (από 7% πέρυσι, ενώ το χρέος το 2020 διαμορφώθηκε στο 205% του ΑΕΠ).
Αναφερόμενος στο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της πανδημίας, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους, την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης. Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Για τον λόγο αυτό, όπως εξήγησε, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει δύο σοβαρές προκλήσεις: α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και β) την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Όσον αφορά στην πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Όσον αφορά στο πρόβλημα των «κόκκινων δανείων» ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε την αναγκαιότητα δημιουργίας μίας «κακής τράπεζας» η οποία θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με το πρόγραμμα «Ηρακλής» που έχει εγκρίνει η κυβέρνηση. Και τούτο διότι με την ολοκλήρωση του προγράμματος «Ηρακλής» εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα «κόκκινα δάνεια» 8 ως 10 δισ. ευρώ, που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.
Προειδοποίησε δε ότι στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τη στήριξη των τιτλοποιήσεων των ΜΕΔ των τραπεζών μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», που ορθώς έχει αποφασιστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ. Σε σχέση όμως με το Μάρτιο 2016, όταν είχε καταγραφεί ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά περίπου 60 δισ. ευρώ, η οποία οφείλεται ως επί το πλείστον σε πωλήσεις δανείων και διαγραφές και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης. Ταυτόχρονα όμως οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα σημείωσαν αύξηση κατά 20,6 δισ. ευρώ το 2020, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ρευστότητας, αλλά και της αναβολής πραγματοποίησης δαπανών τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και αναγκαστικά εξαιτίας των μέτρων περιορισμού.