Η θεωρία της «κατάρας των 27» άρχισε να κυριεύει την κοινή γνώμη, με την αυτοκτονία πριν από 20 χρόνια του διάσημου τραγουδιστή, κιθαρίστα και συνθέτη του ροκ συγκροτήματος Nirvana, Κερτ Κομπέιν.
Αρθρογράφοι και λάτρεις της μουσικής του –και όχι μόνο- άρχισαν να καταγράφουν τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον Κομπέιν και μια σειρά ακόμη ταλαντούχων καλλιτεχνών και ερμηνευτών –από τον Μπράιαν Τζόουνς, στον Τζίμι Χέντριξ, τη Τζάνις Τζόπλιν, το Τζιμ Μόρισον και πολλούς ακόμη- οι οποίοι είχαν πεθάνει στην ίδια ακριβώς ηλικία: 27 ετών.
Το 2011 η Έιμι Γουάινχάουζ είχε την ίδια μοίρα. Ο θάνατός της ξεσήκωσε αμέσως θύελλα θεωριών συνομωσίας, γύρω από το αν τα 27 χρόνια ήταν μια «καταραμένη ηλικία».
Πολλοί άρχισαν να πιστεύουν, ότι όλα αυτά δεν ήταν απλές συμπτώσεις, γράφει ο Zachary Stockill στον ιστότοπο policymic.com.
Δύο δεκαετίες μετά τη μυθοποίηση του «club των 27» η επιστήμη δείχνει ότι υπάρχει περισσότερη αλήθεια σε αυτό, απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Το 2011, βρετανοί ερευνητές μελέτησαν την ιστορία 1.500 ερμηνευτών σε διάστημα 40 ετών. Συνέκριναν το μέσο όρο ζωής των ροκ σταρ με αυτούς που δεν ανήκαν στην ίδια κατηγορία, το ίδιο χρονικό διάστημα.
Για παράδειγμα, ο μέσος όρος ζωής του Έλβις συγκρίθηκε με αυτόν άλλων ανδρών, οι οποίοι ήταν 21 ετών όταν έβγαλε το «Hound Dog» το 1955.
Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, «οι βορειοαμερικανοί σταρ της ποπ είχαν 87,6% πιθανότητες να είναι ζωντανοί, όσο και οι μη-ροκ σταρ ίδιας ηλικίας και εθνικότητας, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης από οποιαδήποτε άλλη ομάδα που συμπεριελήφθη στη μελέτη».
Οι ροκάδες της Ευρώπης, αν και ήταν λιγότερο πιθανό να πεθάνουν πρόωρα σε σχέση με τους βορειοαμερικανούς ομολόγους τους, κατά μέσο όρο είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν νέοι συγκριτικά με τους μη-ροκ ευρωπαίους αστέρες.
Η υπερβολική χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ ήταν ανάμεσα στις πιο κοινές αιτίες θανάτου.
Ο συγγραφέας Howard Sounes καταγράφει 50 «μέλη» στο βιβλίο του «The 27 Club», η πλειοψηφία των οποίων αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα εθισμού με ναρκωτικές ουσίες.
Ο ίδιος ακόμη αναφέρει ότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν «εντυπωσιακά δύσκολη παιδική ηλικία», με αποτέλεσμα η ζωή τους να συνοδεύεται από τέτοια συναισθηματικά τραύματα, που έσπρωχναν τους καλλιτέχνες σαν τον Κομπέιν και τον Χέντριξ στην αναζήτηση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ σε μια προσπάθεια μέσω της μουσικής τους να αυτοθεραπευτούν.
Υπάρχει ακόμη μια περίεργη τάση, που εμφανίζεται στις σχέσεις που ανέπτυσσαν τα μέλη αυτού του «κλαμπ».
Ο πόνος προσελκύει περισσότερο πόνο και τα ναρκωτικά άλλους χρήστες ναρκωτικών στη ζωή τους.
Τα περισσότερα μέλη του «27 Club» είχαν ρομαντικές σχέσεις με άλλους χρήστες ναρκωτικών την περίοδο του θανάτου τους.
Η σύντροφος του Τζιμ Μόρισον είπε ψέματα στην αστυνομία όταν πέθανε, στην προσπάθειά της να αποκρύψει το γεγονός ότι και η ίδια έκανε χρήση ναρκωτικών, με αποτέλεσμα να εντείνεται η παραφιλολογία γύρω από το θάνατο του frontman των Doors.
Οι συγγραφείς της μελέτης, που δημοσιεύτηκε το 2011, αναφέρουν ότι στις μέρες μας το lifestyle του ροκ έχει λιγότερα θύματα απ’ ό,τι τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Ο Mark Bellis, ένας εκ των συγγραφέων της έρευνας και εμπειρογνώμονας γύρω από την κατάχρηση ουσιών, υποψιάζεται ότι η «επαγγελματοποίηση» του χώρου μπορεί να είναι μία εξήγηση.
Η μουσική βιομηχανία πια θεωρείται αυτό ακριβώς… ένας επιχειρηματικός χώρος, σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε παλαιότερα, όπου «προβληματικοί» νέοι αναζητούσαν διέξοδο στη μουσική.