Κι όμως: Οι Γερμανοί βουλευτές ψήφισαν… σύνταξη στα 63!

Μπορεί στην Ελλάδα (και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου) οι Γερμανοί να μη θέλουν ούτε να ακούσουν για πρόωρες συντάξεις ή μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, όμως στη χώρα τους... αλλάζει το πράγμα!

Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που θα σημάνει και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένους κλάδους εργαζομένων, πέρασε εύκολα σήμερα από την Κάτω Βουλή της Γερμανίας, παρά τις προειδοποιήσεις οικονομολόγων ότι η εφαρμογή της μπορεί να πλήξει την οικονομία της χώρας.

Η προηγούμενη κυβέρνηση "μεγάλου συνασπισμού" μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) είχε συμφωνήσει το 2007 να αυξηθεί σταδιακά το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μετά το 2012 και μέχρι το 2029 να έχει φτάσει στα 67 από τα 65 έτη που ήταν τότε. Το σχέδιο αυτό ωστόσο απορρίφθηκε, και στις διαπραγματεύσεις που έκαναν το φθινόπωρο πέρσι τα δύο κόμματα για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού επικράτησε η πρόταση του SPD για μείωση του ορίου ηλικίας.

Η συνταξιοδότηση σε μικρότερη ηλικία ήταν άλλωστε μία από τις βασικές προεκλογικές υποσχέσεις του SPD, παρά τις προειδοποιήσεις οικονομολόγων ότι η Γερμανία, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της και της έλλειψης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, θα πληρώσει υψηλό κόστος.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι Γερμανοί εργάζονται περισσότερα χρόνια από τους Έλληνες, τους Ισπανούς και τους Γάλλους και συνταξιοδοτούνται μετά από 37,5 έτη εργασίας, ενώ ο μέσος όρος του εργασιακού βίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τα 35 χρόνια.

Με βάση το νέο σχέδιο, ορισμένοι εργαζόμενοι θα μπορούν από τον Ιούλιο να συνταξιοδοτηθούν, με πλήρη σύνταξη, στα 63 τους, αρκεί να έχουν συμπληρώσει 45 έτη εργασίας. Από το μέτρο θα επωφεληθούν και όσοι έμειναν πρόσφατα άνεργοι. Ωστόσο, οι Γερμανοί δεν θα επιτρέπεται να σταματούν τη δουλειά στα 61, να παίρνουν επίδομα ανεργίας για δύο χρόνια και στα 63 τους να διεκδικούν πλήρη σύνταξη. Το μέτρο αυτό θα στοιχίσει περίπου 900 εκατομμύρια ευρώ φέτος και εκτιμάται ότι το κόστος του θα φτάσει τα 3,1 δισ. ευρώ το 2030.