Στην Άνγκελα Μέρκελ και τον Νικολά Σαρκοζί επέρριψε την ευθύνη για τη σφοδρότητα της κρίσης στην Ευρωζώνη ο πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν, για τη συμφωνία τους τον Οκτώβριο του 2010 στην πόλη Ντοβίλ και την πεισματική άρνηση της Ευρώπης σε έγκαιρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που θα είχε αποτρέψει τα χειρότερα.
Στην Ντοβίλ, η Μέρκελ πέτυχε τους στόχους της επιβάλλοντας ένα σκληρό “μπρα-ντε-φερ” στον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί. Η καγκελάριος αποδέχθηκε να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τα χρέη του παρελθόντος, με την προϋπόθεση όμως, ότι στο μέλλον οι πιστωτές θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις συνέπειες ενός κράτους που χρεοκοπεί. Ο Σαρκοζί κέρδισε σαν αντάλλαγμα την υποχώρηση της Μέρκελ στην επιβολή αυτόματων κυρώσεων στα κράτη που δεν ελέγχουν το έλλειμμά τους, πράγμα που αφορούσε άμεσα τη Γαλλία.
Η γαλλογερμανική συμφωνία στην Ντοβίλ ήταν “καταστροφική”, σχολίασε από μέρους του ο Στρος Καν σε ειδική εκπομπή της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης, υπογραμμίζοντας ότι “σπάνια μια Συνάντηση Κορυφής έχει δώσει τόσο αρνητικά αποτελέσματα”.
“Τι κάνετε όταν αναλαμβάνετε μια προβληματική επιχείρηση; Διαπραγματεύεστε κατ' αρχάς με τους δανειστές σας όσο μπορείτε τα παλιά χρέη και ξεχρεώνετε ό,τι μπορείτε. Για το μέλλον, όμως, απευθύνεστε στην τράπεζά σας και λέτε: "Εάν με δανείσετε τώρα, θα σας αποπληρώσω τα πάντα". Δημιουργείτε έτσι καταρχάς μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης για το μέλλον και μπορείτε να συζητήσετε και να διαπραγματευθείτε για το παρελθόν. Στην Ντοβίλ όμως έκαναν το εντελώς αντίθετο. Είπαν ότι όλα τα χρέη του παρελθόντος της Ελλάδας θα αποπληρωθούν έως την τελευταία δεκάρα. Αυτό ήταν στην ουσία η άρνηση της αναδιάρθρωσης, την οποία τελικά έκαναν γιατί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν μέχρι τέλους”, εξήγησε.
Για το παρελθόν λοιπόν, σύμφωνα με τον ίδιο, είπαν ότι όλα τα χρέη θα πρέπει να αποπληρωθούν, για το μέλλον όμως το μήνυμα που έστειλαν (στους πιστωτές) ήταν: Προσοχή, εάν δανείσετε, υπάρχει ένα πρόβλημα, κινδυνεύετε να μην πάρετε πίσω τα χρήματά σας. “Έκαναν ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι θα έκανε ένας επιχειρηματίας που αναλαμβάνει μια προβληματική επιχείρηση”, σχολίασε.
Ο τότε Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ Θαπατέρο θυμάται: “Όταν άκουσα την απόφαση, με κατέλαβε μια μεγάλη ανησυχία, γιατί έβλεπα ότι αναγκαστικά η Ισπανία θα κατέληγε στις χώρες με προβλήματα. Συνειδητοποίησα όπως και άλλες μεγάλες χώρες ότι είμαστε εντελώς εξαρτημένοι από το τι θα έκαναν οι αγορές με το άνοιγμά τους την επόμενη Δευτέρα. Επιθετικοί μπίζνεσμεν και χρηματιστές μπροστά στις οθόνες τους, ήταν ικανοί μέσα σε μια ώρα να βουλιάξουν τρεις ή τέσσερις χώρες. Και τότε συλλογίσθηκα, ότι η πολιτική φθάνει πολύ αργά”.
Ο Στρος Καν αναφέρθηκε και στη στιχομυθία που είχε με τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου λίγο μετά την εκλογή του, όταν ανακάλυψε το “αβυσσαλέο»” μέγεθος του ελλείμματος που έφθανε το 12,5% του ΑΕΠ:
- “Ντομινίκ, με αυτά που βλέπω θα έχουμε ανάγκη από ένα σχέδιο βοήθειας από το ΔΝΤ", μου λέει.
-"Σίγουρα", του απάντησα, "υπάρχει όμως και ένα άλλο επιπλέον πρόσωπο, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει επομένως να μιλήσεις με του Ευρωπαίους συναδέλφους σου ώστε να είσαι σίγουρος ότι συμφωνούν να ασχοληθεί το ΔΝΤ με την Ελλάδα".
-"Ω! Ναι; Νομίζεις;".
-"Ναι, νομίζω!".
Ειδικά για την Ελλάδα, ο πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ προσέθεσε: “Κάναμε κάποια λάθη. Χρειαζόταν λιγότερη πίεση και περισσότερη ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα κέρδισε η πιο απλή πολιτική που έλεγε μεγαλύτερη αυστηρότητα και πίεση, που ίσως ήταν αναγκαία για ορισμένους τομείς, δεν επαρκούσε όμως από μόνη της. Επιβάλαμε επομένως, κατά τη γνώμη μου, στους Έλληνες μια πολιτική απολύτως ανυπόφορη, οι συνέπειες της οποίες είναι σήμερα τρομερές για την Ελλάδα”.
Ο Φρανσουά Φιγιόν, πρώην πρωθυπουργός επί Σαρκοζί που επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Ιούνιο του 2008, θυμάται: “Λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης επισκεφθήκαμε την Ελλάδα με τον Νικολά Σαρκοζί. Η τότε κυβέρνηση έδειχνε αισιόδοξη και ικανοποιημένη για τα οικονομικά της. Είχαμε μάλιστα σοβαρές συζητήσεις για αγορά πολεμικών αεροπλάνων "Ραφάλ" και σημαντικά συμβόλαια για αγορά εξοπλισμού. Ήταν τόσο χαώδης η διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ύφος ικανοποίησης των κυβερνώντων που (μετά τις αποκαλύψεις) είχαμε κάθε δίκιο να θυμώσουμε”. Πιο πολύ απ' όλους βέβαια θύμωσε η καγκελάριος Μέρκελ, η οποία υποστήριξε από την αρχή μια “τιμωρητική” πολιτική για την Ελλάδα.