Εγκρίθηκε από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, νόμος που ορίζει ότι είναι αξιόποινη πράξη η άρνηση των ναζιστικών εγκλημάτων και η διαστρέβλωση του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μάλιστα η πράξη αυτή τιμωρείται με φυλάκιση 5 χρόνια.
Ο νόμος αυτός, που χαρακτηρίζεται από τους επικριτές του ως απόπειρα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης με στόχο να ικανοποιήσει τους πιο συντηρητικούς Ρώσους, την εκλογική βάση του Ρώσου προέδρου, ποινικοποιεί επίσης τη βεβήλωση των μνημείων του πολέμου.
Το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να ενώσει μια κοινωνία που κατά τον Πούτιν έχασε τα ηθικά στηρίγματά της μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το 1991. Ο νέος νόμος απαγορεύει "τη σκόπιμη διάδοση ψευδών πληροφοριών για τη δράση της ΕΣΣΔ" κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στις αρχές του έτους διακόπηκε η αναμετάδοση του σήματος του ανεξάρτητου τηλεοπτικού καναλιού Ντοζντ, όταν οργάνωσε μια δημοσκόπηση μεταξύ των τηλεθεατών του με το ερώτημα εάν το Λένινγκραντ —η Αγία Πετρούπολη σήμερα— θα έπρεπε να παραδοθεί στις γερμανικές δυνάμεις για να αποφευχθεί η πολιορκία του, που κράτησε 872 ημέρες, και να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Λίγες ημέρες αργότερα ο μπλόγκερ Βίκτορ Στεντέροβιτς δέχτηκε σφοδρή κριτική από τους υποστηρικτές του Κρεμλίνου επειδή συνέκρινε τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936, τους οποίους χρησιμοποίησε ο Αδόλφος Χίτλερ για να εξωραΐσει την εικόνα του Ναζιστικού κόμματος.
Από την πλευρά του, ο βετεράνος τηλεοπτικός παρουσιαστής Βλαντίμιρ Πόσνερ, σχολιάζοντας το νόμο όταν εισήχθη για πρώτη φορά προς συζήτηση, είχε δηλώσει ότι στόχος του ήταν "να κλείσει το στόμα δημοσιογράφων, ιστορικών και συγγραφέων". Εξέφρασε μάλιστα το φόβο ότι "ουσιαστικά θα απαγορευτεί η κριτική στον Στάλιν" για τα "σοβαρά λάθη που οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών".