Το DNA της μύγας τσε-τσε κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν επιστήμονες της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γιέηλ των ΗΠΑ. Το επίτευγμά τους αυτό δίνει πλέον αυξημένες δυνατότητες καταπολέμησης ή και οριστικής εξάλειψης της λεγόμενης "ασθένειας του ύπνου" ή αφρικανικής τρυπανοσωμίασης, που πλήττει κυρίως τους πληθυσμούς της υποσαχάριας Αφρικής.
Χρειάστηκαν σχεδόν δέκα χρόνια ερευνών και η συνεργασία 146 επιστημόνων από 78 ερευνητικά ινστιτούτα 18 χωρών για να χαρτογραφηθεί το γονιδίωμα του συγκεκριμένου εντόμου. Η μύγα, ρουφώντας το αίμα των θυμάτων της, είναι το μοναδικό όχημα μετάδοσης της τροπικής παρασιτικής νόσου, η οποία απειλεί τη ζωή περίπου 70 εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και πολυάριθμων ζώων σε 36 χώρες. Εκτός από τις απώλειες σε ζωές, έχει προκαλέσει ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ στην Αφρική.
Η μύγα τσετσέ υπάρχει στη Γη πολύ περισσότερο χρόνο από τους ανθρώπους, καθώς ένα απολίθωμά της, που χρονολογείται προ 34 εκατ. ετών, έχει βρεθεί στις ΗΠΑ. Δεν γεννιέται με το παράσιτο, αλλά το ρουφά μαζί με το αίμα που πίνει από τα θύματά της. Στη συνέχεια, όταν τσιμπάει άλλους ανθρώπους ή ζώα, τους μολύνει με το σάλιο της, μεταφέροντάς τους το παράσιτο.
Η νόσος του ύπνου (τρυπανοσωμίαση), της οποίας αρκετά συμπτώματα μοιάζουν με τη λύσσα, προκαλεί αλλαγή του βιολογικού ρολογιού (γι' αυτό επιφέρει υπνηλία τη μέρα), αλλαγές στην προσωπικότητα του ασθενούς, σύγχυση, διαταραχές λόγου, επιληπτικές κρίσεις, δυσκολία βάδισης κ.α., έως ότου το θύμα -αν δεν πάρει τα κατάλληλα φάρμακα- πέσει σε κώμα και πεθάνει.
Η συγκεκριμένη μύγα έχει αναπτύξει μοναδικές και ασυνήθιστες βιολογικές μεθόδους για να μολύνει τα θύματά της, με τη βοήθεια και του άκρως εξελιγμένου αισθητηριακού συστήματός της, που βασίζεται τόσο στην όραση, όσο και στην οσμή. Ασυνήθιστη για έντομο είναι η αναπαραγωγή της (δεν γεννά αυγά, αλλά ήδη ανεπτυγμένα μικρά), η διατροφή της (τρέφεται μόνο με αίμα) και οι χρωματικές προτιμήσεις της (το μπλε και μαύρο χρώμα).