Μια ιστορία που θυμίζει σενάριο ταινίας ήρθε στο φως, μετά την ανακάλυψη δύο κλεμμένων αριστουργημάτων στη φτωχική κουζίνα ενός Ιταλού εργάτη αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το 1970, δύο ανεκτίμητοι πίνακες του Γκογκέν και του Μπονάρ που είχαν κλαπεί το 1970 από το σπίτι μιας εύπορης οικογένειας στο Λονδίνο. Ύστερα από εκτεταμμένη έρευνα πολλών ετών, τα δύο έργα των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων βρέθηκαν να κρέμονται στην κουζίνα του εργατη στη Σικελία.
Φυσικά, ο άντρας δεν γνώριζε ότι οι πανάκριβοι πίνακες ήταν αυθεντικοί και κλεμμένοι.
Μέτα την κλοπή τους, και άγνωστο πώς, τα έργα είχαν ξεχαστεί μέσα σε ένα τρένο που πραγματοποιούσε το δρομολόγιο από το Παρίσι για το Τορίνο. Βρέθηκαν από υπαλλήλους των ιταλικών σιδηροδρόμων, οι οποίοι δεν γνώριζαν την αξία τους και τους παρέδωσαν στο γραφείο απολεσθέντων, όπου έμειναν στα αζήτητα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 1975 η υπηρεσία τους έβγαλε σε πλειστηριασμό και αγοράστηκαν, έναντι του γελοίου ποσού των 45.000 λιρετών —σήμερα αντιστοιχεί σε 23 ευρώ— από το φιλότεχνο εργάτη της Fiat.
Ο νέος ιδιοκτήτης των έργων τα κρέμασε αρχικά στην κουζίνα του σπιτιού του στο Τορίνο και όταν συνταξιοδοτήθηκε τα μετέφερε στη Σικελία.
"Πρόκειται για πίνακες σημαντικής ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας", δήλωσε ο αρχηγός των καραμπινιέρων, στρατηγός Μαριάνο Μόσα, ο οποίος είπε ότι μόνο το έργο του Πολ Γκογκέν (1848-1903) αξίζει πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ο πίνακας "Φρούτα σε τραπέζι ή νεκρή φύση με σκυλάκι" φιλοτεχνήθηκε από τον Γκογκέν το 1889 και ήταν αφιερωμένος στην Κόμισσα του Νιμάλ. Οι αρχικές διαστάσεις του ήταν 49 x 54 εκατοστά, όμως οι κλέφτες τον έκοψαν μειώνοντας το μέγεθός του στα 46,5 x 53 εκατοστά.
Ο δεύτερος πίνακας, που παρουσιάστηκε επίσης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν ο υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας Ντάριο Φραντσεσκίνι και ο στρατηγός Μόσα, είναι η "Γυναίκα με τις δύο πολυθρόνες" (διαστάσεων 44 x 54 εκ.) του Πιερ Μπονάρ (1867-1947), που δεν φέρει ημερομηνία.
Πώς ξεκίνησε να ξετυλίγεται το κουβάρι
Οι Ιταλοί καραμπινιέροι- οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους τη μεγαλύτερη τράπεζα δεδομένων του κόσμου με κλεμμένα έργα (σχεδόν 5,7 εκατομμύρια αντικείμενα) και η εμπειρία τους στον τομέα αυτό είναι διεθνώς αναγνωρισμένη εδώ και μισό αιώνα - ξεκίνησαν την έρευνά τους όταν ήρθαν στα χέρια τους φωτογραφίες των έργων και αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο πιθανότατα για πίνακες των δύο Γάλλων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων.
Μετά από έναν πρώτο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι τα δύο έργα δεν ήταν καταγεγραμμένα ως κλεμμένα. Ωστόσο η έρευνα, με επικεφαλής τον αντεισαγγελέα της Ρώμης Τζανκάρλο Καπάλντο, δεν μπήκε στο αρχείο. Ψάχνοντας σε καταλόγους μουσείων και οίκων δημοπρασιών, ακόμη και στο Ίντερνετ, οι καραμπινιέροι έπεσαν πάνω σε μια λεπτομέρεια που τους κίνησε την περιέργεια: ο πίνακας του Γκογκέν περιλαμβανόταν σε έναν κατάλογο του 1964, όμως δεν υπήρχε πλέον στον κατάλογο του 2001.
Οι Ιταλοί αστυνομικοί έκαναν τη σύνδεση με τους ιδιοκτήτες των πινάκων όταν βρήκαν δύο άρθρα που είχαν δημοσιευτεί το 1970 στους New York Times και σε μια εφημερίδα της Σιγκαπούρης και αφορούσαν την κλοπή των δύο έργων από το Λονδίνο.
Το μόνο που απέμενε ήταν να εντοπιστεί ο νέος κάτοχός τους, ο Σικελός συνταξιούχος εργάτης, και "να πειστεί" να τους παραδώσει τα διακοσμητικά του σπιτιού του ώστε να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες.
Η έρευνα δεν έχει τελειώσει ακόμη, τόνισε ο Μόσα, καθώς θα πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ποιοι ήταν οι δράστες της κλοπής και πώς έφτασαν οι πίνακες από το Λονδίνο στο Παρίσι και από εκεί στο τρένο όπου τους βρήκαν αργότερα οι υπάλληλοι των σιδηροδρόμων.