Ένα νέο ουράνιο σώμα εκτός των ως σήμερα γνωστών ορίων του ηλιακού μας συστήματος, στο λεγόμενο "εσωτερικό νέφος του Όορτ", ανακάλυψαν οι αστρονόμοι. Πρόκειται για ένα παγωμένο νάνο πλανήτη με την προσωρινή ονομασία "2012 VP113", που έχει διάμετρο περίπου 450 χιλιόμετρα. Οι χρωματιστές τελίτσες στην φωτογραφία είναι ο "2012 VP113" σε τρία διαφορετικά σημεία, όπως τον κατέγραψαν τα τηλεσκόπια με διαφορά δύο ωρών.
Οι επιστήμονες μάλιστα δεν αποκλείουν στην ίδια απομακρυσμένη περιοχή να βρουν μελλοντικά και άλλες εκπλήξεις, ακόμη και ένα γιγάντιο "πλανήτη Χ", που είναι ίσως δεκαπλάσιος από τη Γη, ο οποίος είναι αόρατος μέχρι σήμερα, καθώς περιφέρεται πολύ μακριά από τον Ήλιο.
Ο άγνωστος έως τώρα μικροσκοπικός πλανήτης πιθανότατα αποτελείται από πάγο, λόγω της μεγάλης απόστασής του από το μητρικό άστρο του ηλιακού μας συστήματος. 'Εχει μια έντονα ελλειπτική τροχιά που τον φέρνει σε απόσταση από τον Ήλιο 80 αστρονομικών μονάδων στο κοντινότερο σημείο (περίπου 12 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων) έως 452 αστρονομικών μονάδων (67 δισ. χλμ.) στο πιο απομακρυσμένο.
Ο "2012 VP113" χρειάζεται αρκετές χιλιάδες γήινα χρόνια για να διαγράψει μια πλήρη τροχιά γύρω από τον Ήλιο (το «έτος» του).
Μέχρι σήμερα, μόνο ένα ακόμη σώμα είχε ανακαλυφθεί, το 2003, πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα, η Σέντνα, με διάμετρο περίπου 1.000 χιλιομέτρων. Ο "2012 VP113" βρίσκεται ακόμη πιο μακριά, γεγονός που τον καθιστά πλέον το πιο απομακρυσμένο γνωστό ουράνιο σώμα του ηλιακού μας συστήματος.
Οι αστρονόμοι εκτιμούν ότι η Σέντνα και ο "2012 VP113" είναι απλώς η «κορυφή του παγόβουνου», καθώς ένας μεγάλος ακόμη αριθμός σωμάτων μένει να ανακαλυφθεί, από τα οποία γύρω στα 1.000 είναι τουλάχιστον ίδια με την Σέντνα, ενώ αρκετά είναι μεγαλύτερα από τον Πλούτωνα, τον Άρη και πιθανώς τη Γη. Είναι όμως πολύ μακρινά και συνεπώς είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ο «πλανήτης Χ» (αν όντως υπάρχει) μπορεί να βρίσκεται σε απόσταση 250 αστρονομικών μονάδων από τον Ήλιο.
Η ανακάλυψη, με επικεφαλής τον Σκοτ Σέπαρντ του Ινστιτούτου Κάρνεγκι, έγινε από δύο τηλεσκόπια στη Χιλή και η σχετική επιστημονική δημοσίευση υπήρξε στο περιοδικό "Nature", σύμφωνα με το BBC, το πρακτορείο Ρόιτερ και το "New Scientist".