Γιατί τύλιξε σε σεντόνια τον άτυχο άνδρα δίπλα στο άψυχο κορμί του οποίου παρέμεινε για πολλές ημέρες
Ένα απόκοσμο σκηνικό περιέγραψε στην σοκαριστική απολογία της η Γερμανίδα σύντροφος του 64χρονου Γιάννη Βαντίκα που τον Φεβρουάριο του 2019 βρέθηκε νεκρός, σε προχωρημένη σήψη, τυλιγμένος σε σεντόνια και δεμένος με ιμάντες, μέσα στο διαμέρισμα τους, στο Χαλάνδρι. Η γυναίκα καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο σε κάθειρξη 14 ετών καθώς οι δικαστές , υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, κατά πλειοψηφία , αν και την έκριναν ένοχη για την δολοφονία του άτυχου ηλικιωμένου της αναγνώρισαν το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια. Μάλιστα, δυο ένορκοι ζήτησαν να της επιβληθεί μικρότερη ποινή.
«Δεν είμαι δολοφόνος»
«Με κατηγορούν για κάτι που δεν το έχω κάνει. Δεν είμαι δολοφόνος» είπε η γυναίκα η οποία κλαίγοντας στην απολογία της έδωσε την δική της εκδοχή για τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο διαμέρισμα του ζευγαριού επιχειρώντας να εξηγήσει για ποιο λόγο παρέμεινε για ημέρες δίπλα στο άψυχο κορμί του συντρόφου της τον οποίο είχε τυλίξει σε σεντόνια αλλά και γιατί έφυγε για την Γερμανία από την οποία επέστρεψε για να καθίσει στο εδώλιο.
«Γύρισα για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα» είπε η κατηγορούμενη απευθυνόμενη στο Δικαστήριο και αναφέρθηκε στο βράδυ που, σύμφωνα με την ίδια, ξεκίνησαν όλα όταν ο σύντροφος της επέστρεψε στο σπίτι τους εκνευρισμένος και πιωμένος.
«Το ύφος του στο πρόσωπο έδειχνε πως είχε νεύρα και ήταν αλλιώτικος.» είπε η κατηγορούμενη και ισχυρίστηκε ότι εκείνος ήπιε μάλλον κάποιο φάρμακο. «Δεν είδα τι, κομματάκια και σκόνη είδα, δεν ξέρω εάν ήταν φάρμακα. Δεν είδα το κουτί. Τρόμαξα λέω τι κάνει, αφού δεν υπάρχει πρόβλημα. Είχε ένα ποτήρι με αναψυκτικό, δεν ξέρω εάν είχε βάλει κάτι μέσα και με το χέρι του το αριστερό έβαζε σκόνη…Ήμουν πίσω του και τον χάιδευα. Ξέρω ότι ήπιε, δεν ξέρω εάν το ήπιε όλο» περιέγραψε συμπληρώνοντας ότι του μιλούσε και δεν της απαντούσε ενώ το ύφος του ήταν άγριο. Η γυναίκα ισχυρίστηκε πως το θύμα έγινε επιθετικό.
«Γύρισε απότομα με έπιασε στον ώμο και με πέταξε πάνω στο τραπέζι και μου είπε ότι τα έκανε όλα για μένα. Είχε το χέρι του πολύ σφιχτά, σαν μην τον γνώριζα» ανέφερε και πρόσθεσε ότι την έσπρωξε στο τραπέζι και τη ρώτησε : «τι είναι καλύτερα να τσακωθούμε ή να κάνουμε έρωτα ;». « Κατάλαβα ότι δεν είναι Γιάννης που ξέρω αλλά κάποιος άλλος. Του έλεγα ότι με πονάει. Προσπάθησε να κάνουμε έρωτα αλλά δεν το πέτυχε. Του είπα να σταματήσει, ότι πονάω και φοβάμαι. Δεν ήθελα να δω αυτό το άγριο. Τον ιδρώτα. Μου έλεγε πες τι είναι καλύτερα από δύο; Δεν μίλαγα από κάποια στιγμή από μετά, δεν έχω ζήσει ξανά κάτι τέτοιο και φοβόμουν. Όπως περιέγραψε εκείνη ένιωσε φόβο, πανικοβλήθηκε και μετά από λίγο έπεσε κάτω και έχασε την αίσθηση του χρόνου. Στη συνέχεια η ίδια παραδέχτηκε πως του πρόσφερε ένα ποτήρι με αναψυκτικό στο οποίο είχε βάλει την «σκόνη».
Είχα την εντύπωση πως και ο ίδιος είχε πάθει σοκ και δεν μιλάγαμε
Δεν σκεφτόμουν, είχα πανικό. Εγώ νόμιζα ότι ήταν κάτι για να ηρεμήσει. Προσπάθησα να του μιλήσω αλλά δεν μου έδινε όμως σημασία.» είπε και πρόσθεσε πως λίγο πριν η ίδια κοιμηθεί ο 64χρονος πήγε χωρίς βοήθεια στο μπάνιο . Αυτό που της έκανε εντύπωση, είπε, όταν στη συνέχεια ξάπλωσε δίπλα του ήταν «ότι ροχάλιζε δυνατά, είχε βαριά ανάσα αλλά και κάποια φορά δύσπνοια» «Κατάλαβα ότι δεν ήταν καλά ότι ήταν μεθυσμένος…Χαζό κοιμήθηκα.» ανέφερε και περιέγραψε πώς ο άνδρας δεν την άφησε να ειδοποιήσει γιατρό αν και όταν επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι έπεσε στα γόνατα λέγοντας ότι δεν νιώθει καλά και στη συνέχεια χτύπησε στο κεφάλι του «μάλλον στη λεκάνη της τουαλέτας».
«Ένιωσα ότι τον αγαπάω και δεν θέλω να τον αφήσω και από την άλλη έπρεπε να φύγω…»
Συνεχίζοντας την αφήγηση της η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως τα γεγονότα την είχαν ακινητοποιήσει με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να πάρει κάποια πρωτοβουλία για να βοηθήσει τον σύντροφο της.
«Ένιωσα ότι τον αγαπάω και δεν θέλω να τον αφήσω και από την άλλη έπρεπε να φύγω…» είπε και περιέγραψε κλαίγοντας την περιπλάνηση της στην Αθήνα όπου «νόμιζα πως ο κόσμος με κοιτάει, άκουγα φωνές, δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται, δεν θυμόμουν εάν είχα κλείσει την πόρτα, γύρισα σπίτι και είδα ότι δεν είχα κλείσει πόρτα, πήγα μέσα να δω τι κάνει ο Γιάννης. Ήταν ακόμα ξαπλωμένος και ροχάλιζε...» είπε και πρόσθεσε πως δεν τον πλησίασε γιατί «ζαλιζόμουν, φοβόμουν μήπως με ακούσει, μήπως ξυπνήσει και έχουμε πάλι τα ίδια. Μετά έφυγα έκλεισα πόρτα, δεν την κλείδωσα . Είχα τα κλειδιά του σκούτερ και τα χαρτιά. Τα πήρα, γιατί φοβόμουν μήπως ξυπνήσει και τα πάρει.».
«Πήγα στην κρεβατοκάμαρα και είδα στο πρόσωπο πληγές»
Η κατηγορούμενη αναζήτησε καταφύγιο σε ένα ξενοδοχείο στο Μοναστηράκι και την επόμενη ημέρα επέστρεψε στο σπίτι όπου περιέγραψε κλαίγοντας ένα απόκοσμο σκηνικό.
«Πήγα στην κρεβατοκάμαρα και είδα στο πρόσωπο πληγές, είχε κίτρινο υγρό σαν να είχε κάνει εμετό, με άκουσε που μίλαγα, του είπα «αγάπη μου είμαι εδώ». Προσπάθησε να απαντήσει, με είχε σφιχτά αγκαλιά και στα γερμανικά μου είπε «μην φύγεις, κάτσε δω»
Πρόεδρος: Ανέπνεε κανονικά;
Κατηγορούμενη: Ναι. Τα χέρια του ήταν λερωμένα
Πρόεδρος: Καταλάβατε εάν χρειαζόταν βοήθεια;
Κατηγορούμενη : Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται με εμένα, με τον Γιάννη, εάν είναι καλά.
Ήθελα να είμαι δίπλα του. Κατάλαβα ότι δεν είναι καλά αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Πρόεδρος: Γιατί δεν φωνάξατε βοήθεια;
Κατηγορούμενη: Κατάλαβα ότι η καρδιά του δεν είναι καλά. Κατάλαβα ότι έπρεπε να είμαι δίπλα του. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Είναι σαν να βλέπεις ένα τροχαίο και δεν ξέρεις τι να κάνεις…Έμεινα δίπλα του και του μιλούσα. Άκουγε και δεν απαντούσε. Ένιωθε ότι ήμουν δίπλα του και δεν ήταν ήρεμος.
Πρόεδρος: Πως πέθανε;
Κατηγορούμενη: Κράταγα το χέρι του και είχα το κεφάλι μου στο στήθος, του μιλούσα, την νύχτα 18 προς 19/12...
Πρόεδρος: Πώς καταλάβατε ότι πέθανε;
Κατηγορούμενη: Δεν το κατάλαβα (σ.σ. κλαίει) μέχρι σήμερα δεν το έχω καταλάβει...
Ξύπνησα το πρωί και είδα στο πρόσωπο του τα μάτια του κλειστά, χείλια κλειστά και είχε ήρεμο ύφος και τα χέρια του αφημένα...
Δεν έχω δει ποτέ ξανά πεθαμένο για μένα ήταν απλώς ήρεμος, τον αγαπούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω.
Ξέρω ότι ήμουν καιρό δίπλα του, δεν υπήρχε χρόνος, για μένα ήταν μόνο ο Γιάννης, δεν ξέρω πόσες ώρες, καιρό ήμουν εκεί.
«Όταν άρχισε να χάνετε το πρόσωπο του τον τύλιξα με σακούλα»
Η κατηγορούμενη είπε πως για ημέρες έμεινε στο διαμέρισμα ακολουθώντας την καθημερινή τους ρουτίνα. Έφτιαχνε καφέ, έβαζε δυο κούπες και καθόταν δίπλα στο άψυχο σώμα του συντρόφου της.
«Δεν έφυγα, ήμουν δίπλα του ξαπλωμένη, δεν έτρωγε...» ανέφερε και τόνισε ότι για ημέρες «τον κοίταζα, τον πρόσεχα». «Ξάπλωσα πάνω του, τον καθάριζα, κάποια στιγμή, το κεφάλι του είχε βγάλει κάποια υγρά, δεν με ενόχλησε, ξάπλωσα πάλι, δεν με ενόχλησε» είπε.
Πρόεδρος: Ούτε μυρωδιά;
Κατηγορούμενη: Όχι. Δεν ήθελα, να είναι μέσα στα υγρά και τον καθάρισα. Αφρόλουτρο, νερό και πετσέτα. Δεν μύρισε, εγώ ήμουν χαρούμενη που ήμουν δίπλα του.
Επειδή συνέχιζε το υγρό, του έβαλα μια σακούλα μαύρη κάτω από κεφάλι, αλλά ήταν βαρύς (σ.σ. κλαίει) δεν μπορούσα.
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα πλέον να τον διαχειριστώ, φοβόμουν να αλλάξει η μορφή του σώματος του.
Πρόεδρος: Μόνο αυτό φοβηθήκατε;
Κατηγορούμενη: Ήθελα να τον έχω στη σκέψη μου έτσι όπως τον είδα, ήρεμο.
Τον σκέπασα με σεντόνι αλλά όχι στο πρόσωπο γιατί ήθελα να τον βλέπω
Κάθε ημέρα τον σκέπαζα παραπάνω.
Με τον καιρό έβαλα και αλλά σεντόνια...
Πρόεδρος: Γιατί το κάνατε;
Κατηγορούμενη: Δεν ξέρω ήταν σαν να ήθελα να τον προστατεύω, να τον προσέχω...Σκεφτόμουν μήπως θα βολευτεί καλύτερα... Όταν άρχισε να χάνετε το πρόσωπο του τον τύλιξα με σακούλα.Τις πρώτες εβδομάδες άκουγα τη φωνή του που έλεγε «μην φοβάσαι, είμαι καλά...».