Τον... άχαρο ρόλο του παραδείγματος προς αποφυγή, της χώρας που όλες οι άλλες χώρες “ξορκίζουν” και επιμένουν πως δεν είναι σαν αυτή (ένα ρόλο που και η Ελλάδα κατείχε για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη) διεκδικούν δύο χώρες της Λατινικής Αμερικής: Η Αργεντινή και η Βενεζουέλα.
Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή του το οικονομικό περιοδικό Economist, παρουσιάζοντας τις ομοιότητες των οικονομιών των δύο χωρών και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν το τελευταίο διάστημα.
“Και οι δύο χώρες, για χρόνια, έχουν ζήσει στην υπερβολή, εκμεταλλευόμενες με φαιδρότητα τις διαδικασίες μίας ανεπανάληπτης άνθησης στα εμπορεύματα (πετρέλαιο η Βενεζουέλα, σόγια η Αργεντινή). Και οι δύο έχουν χρησιμοποιήσει μία μίξη παρεμβάσεων της Κεντρικής Τράπεζας και διοικητικών ελέγχων, προκειμένου να κρατήσουν υπερτιμημένες τις ισοτιμίες από την πτώση και τον πληθωρισμό από την άνοδο. Και οι δύο τώρα είναι αντιμέτωπες από μία επερχόμενη θύελλα”, αναφέρεται στο άρθρο.
Όπως εξηγεί ο Economist, “ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα κοινό πρόβλημα. Το ποσοστό της Αργεντινής, που κινείται ανοδικά λόγω των αποτυχημένων νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών, είναι ανεπίσημα γύρω στο 28%. Η επίσημη ισοτιμία συναλλάγματος της Αργεντινής είναι υπερτιμημένη, δίνοντας 70% περισσότερα δολάρια ανά πέσο σε σύγκριση με το ανεπίσημο ποσοστό, της μαύρης αγοράς, στα μέσα Ιανουαρίου. Οι τιμές της Βενεζουέλας συνεχίζουν να ανεβαίνουν ταχύτερα. Την προηγούμενη χρονιά, κατά τη διάρκεια μίας ασυνήθιστης πολιτικής μετάβασης, μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες, της προεδρίας στον Νικόλα Μαδούρο, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε την εκτύπωση χρήματος, ώστε να χρηματοδοτήσει τις δημόσιες δαπάνες, κάτι που διαμόρφωσε τον πληθωρισμό στο 56,2%. Ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε 75-80 μπολιβάρες στη μαύρη αγορά, μεγαλύτερο κατά 7 φορές από την επίσημη ισοτιμία”.
Όμως οι ομοιότητες δε σταματούν εδώ. “Και οι δύο χώρες έχουν περιορισμένα οπλοστάσια για να υπερασπιστούν τα υπερτιμημένα νομίσματα τους. Τα αποθέματα της Βενεζουέλας σε χρυσό και ξένα νομίσματα, που ήταν περίπου στα 30 δισ. δολάρια στα τέλη του 2012, μειώθηκαν σε περίπου 21 δισ. την προηγούμενη εβδομάδα. Μόνο 2 δισ., από αυτά είναι σε μορφή ρευστών κεφαλαίων”.
Κάτι έπρεπε να γίνει. Και, πριν από ένα μήνα, έγινε στην Αργεντινή, η οποία πρώτα άφησε το πέσο να κατρακυλήσει, περισσότερο από 15% στις αρχές της εβδομάδας της 20ης Ιανουαρίου, και κατόπιν ανακοίνωσε μία χαλάρωση στις απαγορεύσεις της κυβέρνησης αναφορικά με την αγορά ξένων νομισμάτων, που είχαν ως στόχο την αποταμίευση.
Στόχος της κυβέρνησης, σύμφωνα με το δημοσίευμα, φαίνεται ότι είναι να κλείσει το κενό ανάμεσα στις επίσημες και τις παράνομες συναλλαγματικές ισοτιμίες, περιορίζοντας την ανάγκη να ξοδέψει περισσότερα από τα πολύτιμα αποθέματα, που θα στήριζαν την επίσημη ισοτιμία. Αν και το κενό έχει περιοριστεί κάπως, ο φόβος ότι η υποτίμηση θα οδηγήσει απλά σε υψηλότερο πληθωρισμό εξηγεί τη συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση για δολάρια, ακόμη και σε λιγότερο ελκυστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Το ίδιο συμβαίνει και από το γεγονός ότι μόνο το 1/3 των Αργεντίνων εργαζομένων καλύπτει τις προϋποθέσεις, που θεσπίστηκαν, για την αγορά δολαρίων, σύμφωνα με την ανάλυση της δεξαμενής σκέψης IARAF. Ο Γκουίντο Σαντλέρις, του πανεπιστημίου Torcuato di Tella, υποστηρίζει ότι το σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, εάν η κυβέρνηση δεν γίνει πιο ανοιχτή σχετικά με τις προθέσεις της και αν δεν υιοθετήσει μία γενναία περιοριστική δέσμη πολιτικών, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Όμως τουλάχιστον η μερική απελευθέρωση των νομισματικών ελέγχων στην Αργεντινή είναι ένα διστακτικό βήμα προς την κανονικότητα. Η Βενεζουέλα, η κατάσταση της οποίας είναι πιο επικίνδυνη, πηγαίνει προς την άλλη κατεύθυνση. Στις 22 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση έφερε στην επιφάνεια νέους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μία υψηλότερη ισοτιμία για τις μη αναγκαίες συναλλαγές καθορίζεται σε εβδομαδιαία βάση. Η παλιά ισοτιμία, του 6,3%, συνεχίζει να ισχύει για τις εισαγωγές της κυβέρνησης και τα βασικά προϊόντα, όπως είναι η τροφή και τα φάρμακα, και επομένως τα αποθέματα θα συνεχίσουν να μειώνονται, από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να υπερασπιστεί το νόμισμα.
Η Βενεζουέλα ξεμένει από δολάρια, ώστε να πληρώσει τον λογαριασμό. Αν και οι πληρωμές των χρηματιστηριακών πιστωτών της, που για αυτή την χρονιά είναι περίπου 5 δισ. δολάρια, δε φαίνονται να βρίσκονται σε κίνδυνο, τα καθυστερούμενα της κυβέρνησης σε μη χρηματοπιστωτικά χρέη ανέρχονται σε 10 φορές μεγαλύτερα αυτού του ποσού. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται περισσότερα από 3 δισ. προς ξένες αεροπορικές εταιρείες, για εισιτήρια που πουλήθηκαν σε μπολιβάρες, και περίπου 9 δισ. προς ιδιωτικές εισαγωγικές επιχειρήσεις, που δεν έχουν πληρωθεί ακόμη λόγω της έλλειψης αποθέματος σε δολάρια.
Τα αποτελέσματα, σχολιάζει ο Economist, είναι ήδη εμφανή. Οι ξένες αεροπορικές εταιρίες έχουν επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στις πωλήσεις εισιτηρίων. Μερικές έχουν ακυρωθεί. Αρκετά φάρμακα και ιατρικός εξοπλισμός δεν είναι διαθέσιμα. Ανταλλακτικά αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένου και μπαταριών, είναι δύσκολο να βρεις. Οι εφημερίδες κλείνουν λόγω έλλειψης χαρτιού.
“Χωρίς μία μεγάλη ένεση δολαρίων από την κρατική εταιρεία πετρελαίου, την Petroleos de Venezouela, που φέρνει το 96% των πόρων από τις εξαγωγές, η κρίση θα συνεχιστεί. Καλύτεροι όροι για τους ξένους επενδυτές στη βιομηχανία πετρελαίου, θα έφερνε αρκετό ρευστό και θα ωθούσε την στάσιμη παραγωγή. Αλλά εάν η κυβέρνηση δεν εγκαταλείψει την αντιπάθεια της προς τα ιδιωτικά κεφάλαια, η προοπτική των νέων επενδύσεων είναι αμυδρή. Η έλλειψη αγαθών πιθανότερο είναι να χειροτερέψει. Αν η Αργεντινή είναι εκτός γραμμής, η Βενεζουέλα κινδυνεύει να μείνει συνολικά σε μία διαφορετική κατηγορία”, καταλήγει το άρθρο.