Ειδικός επιστήμονας προτρέπει τις τοπικές κοινωνίες να καρπωθούν τα οφέλη και τα κέρδη
«Εάν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, χρειαζόμαστε σημαντικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», δηλώνει με νόημα ο αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ Χάρης Δούκας.
Παράλληλα, παραθέτοντας μια σειρά από στοιχεία, υποστηρίζει ότι είναι απολύτως λανθασμένη η επικρατούσα άποψη, πως οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα (όπως είναι το κάρβουνο και το πετρέλαιο) είναι πιο προσοδοφόρες σε σχέση με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (όπως είναι η αιολική, η ηλιακή, η υδραυλική και η γεωθερμική).
Ειδικότερα, ο κ. Δούκας σε άρθρο του προ ημερών στην εφημερίδα «Το Βήμα» υπό τον τίτλο «Οι τοπικές κοινωνίες μπροστά στην ενεργειακή αλλαγή» αναφέρει μεταξύ άλλων, πως «στη χώρα μας η τελευταία δημοπρασία για τις ΑΠΕ (2 Απριλίου) έκλεισε με τιμές κάτω του κόστους παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων. Επιπλέον, οι μετοχές των εταιρειών πράσινης ενέργειας ήταν λιγότερο ασταθείς σε διακυμάνσεις, συγκριτικά με αυτές των ορυκτών καυσίμων, τα σχετικά χαρτοφυλάκια των οποίων κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ακόμα και στις ΗΠΑ, των οποίων ο Πρόεδρος συνεχίζει να υποστηρίζει τα ορυκτά καύσιμα, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τους προηγούμενους μήνες ξεπέρασαν τον άνθρακα στην κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά από το 1885, τη χρονιά που αναγέρθηκε ο πρώτος ουρανοξύστης των ΗΠΑ στο Σικάγο.
Η τρέχουσα κατάρρευση του άνθρακα θα ήταν σχεδόν αδιανόητη μία δεκαετία πριν, όταν τα ορυκτά καύσιμα κάλυπταν τη μισή ηλεκτροπαραγωγή των ΗΠΑ. Πρωτόγνωρο ήταν και αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, μόλις πριν λίγες εβδομάδες. Στις 8 Ιουνίου, για οικονομικούς λόγους, δεν λειτούργησε κανένας λιγνιτικός σταθμός, για πρώτη φορά εδώ και 60 χρόνια. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μέχρι πρόσφατα επικρατούσα άποψη πως οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα είναι πιο προσοδοφόρες σε σχέση με αυτές των ΑΠΕ είναι απολύτως λανθασμένη».
Επίσης, ο κ. Δούκας αναφέρει ότι οι επενδύσεις αυτές παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα, παρά τις πολύ καλές οικονομικές τους αποδόσεις και ότι οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να έχουν εκτός από οφέλη και κέρδη από αυτές τις ενέργειες.