Η άρνηση για την άρνηση, δίχως κάποια αντιπρόταση, την ώρα που η χώρα βιώνει την υπανάπτυξη των μόνων καθαρών πηγών
Είναι κοινό μυστικό πως σε κάθε περιοχή της Ελλάδας που λειτουργούσαν ή λειτουργούν λιγνιτικές μονάδες καταγράφονται αυξημένα ποσοστά προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την προκύπτουσα ατμοσφαιρική ρύπανση (ρινίτιδες, βρογχίτιδες αλλά και σοβαρά καρδιοαναπνευστικά προβλήματα). Αυτά τα αυξημένα ποσοστά καταγράφονται τόσο σε σχέση με άλλα μέρη ανά την επικράτεια όσο και σε σύγκριση με τους δείκτες υγείας που αποτυπώνονταν στις στατιστικές πριν εγκατασταθούν εκεί τα εργοστάσια που χρησιμοποιούν το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη.
Η καύση λιγνίτη ήταν και παραμένει μια αιτία για την καταγραφή σοβαρότατων προβλημάτων στην ατμόσφαιρα (αιθαλομίχλη, όξινες βροχές) και στην υγεία (σε κάποιες περιπτώσεις και πρόωρων θανάτων), τα οποία όμως δεν είναι τα μοναδικά. Για την ανάπτυξη των ορυχείων απαιτείται η χρήση τεραστίων επιφανειακών εκτάσεων, γεγονός που προκαλεί επίσης μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και χωροταξικά προβλήματα σε υφιστάμενους οικισμούς και φέρνει πολλές φορές τοπικές κοινωνίες σε απόγνωση, καθώς τις αποκλείει από κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα.
Τα τελευταία χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες καταστροφές εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου, προωθείται παγκοσμίως η πασιφανής λύση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες συμβάλλουν τα μέγιστα στην αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής καθώς συνιστούν μια αμιγώς καθαρή πηγή ενέργειας. Η πολιτική προώθησης των ΑΠΕ έναντι άλλων ρυπογόνων πηγών ενέργειας έχει υιοθετηθεί και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από όλα τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της χώρας μας.
Κανείς δε θέλει, πλέον, τον λιγνίτη ή τον άνθρακα και τις μονάδες τους. Όλοι συμφωνούν για την καθαρή ενέργεια που προσφέρουν οι ΑΠΕ. Ζητάμε και θέλουμε πράσινη ενέργεια και η μοναδική τεκμηριωμένη επιστημονικά λύση που προκρίνεται στις μέρες μας και λαμβάνει σοβαρά υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία του πληθυσμού, είναι η εκμετάλλευση του ήλιου και του αέρα. Η καθαρή δηλαδή ενέργεια που και ρύπους δεν εκπέμπει και δεν πρόκειται να εξαντληθεί ποτέ.
Παρόλα αυτά, και ενώ οι ανάγκες για πράσινη-καθαρή ενέργεια, παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας, είναι μεγάλες, υπάρχει σύγχυση σε κάποιες μικρές ομάδες του πληθυσμού όσον αφορά τη χρήση των ΑΠΕ. Θέλουν την ενέργεια λόγω των αυξημένων αναγκών τους από τον σύγχρονο τρόπο ζωής (π.χ. η ευρεία χρήση του ίντερνετ έχει αυξήσει σημαντικά την κατανάλωση ρεύματος), θέλουν η ενέργεια αυτή να είναι καθαρή, αντιδρούν όμως στην κατασκευή των έργων ΑΠΕ. «Όχι» στον λιγνίτη φυσικά, «όχι» όμως και στην τοποθέτηση ανεμογεννητριών, «όχι» και στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων, δίχως να έχουν ταυτόχρονα να αντιπροτείνουν κάτι, από που δηλαδή θα προέρχεται η ενέργεια που και οι ίδιοι καταναλώνουν. Αυτό είναι το οξύμωρο. «Ναι» στην καθαρή ενέργεια, αλλά «όχι» στα έργα ΑΠΕ που την παράγουν;
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ούτε περιβαλλοντικό, αφού η υπεροχή στον τομέα αυτό των ΑΠΕ έναντι άνθρακα, λιγνίτη, κλπ. είναι προφανής, ούτε οικονομικό, αφού όπου εγκαθίστανται έργα ΑΠΕ στην χώρα μας δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας αλλά και ενισχύονται οικονομικά δια νόμου τόσο οι τοπικοί δήμοι όσο και οι κάτοικοι των τοπικών κοινοτήτων. Άγνωστα τα κίνητρα όσων αντιδρούν. «Το μίσος κατά της αιολικής ενέργειας», έγραφε πριν λίγες ημέρες ο συγγραφέας-ομότιμος καθηγητής στο ΕΜΠ, κ. Θ. Π. Τάσιος, στην Καθημερινή. Και αναρωτιώταν: Πώς θα πετύχουμε την κλιματική αλλαγή, όταν σέρνουμε τη χώρα στην υπανάπτυξη των μόνων καθαρών πηγών;