Δεκάδες συνάδελφοί τους βρίσκονται στη φυλακή ή δικάζονται, χιλιάδες απρόσωποι αντίπαλοι τους κυνηγούν στο Twitter, ενώ τηλεφωνήματα από κυβερνητικούς αξιωματούχους τους προειδοποιούν για τα ρεπορτάζ τους: ο λόγος για τους τούρκους δημοσιογράφους και τους κινδύνους του επαγγέλματός τους στην Τουρκία.
Επικριτές της κυβέρνησης που αρνούνται να φιμωθούν, μπορεί να βρεθούν απολυμένοι. Άλλοι αποφεύγουν τις φασαρίες, όπως το κανάλι που μετέδωσε τον περασμένο Ιούνιο ένα ντοκιμαντέρ για πιγκουίνους, την ώρα που η αστυνομία εκτόξευε δακρυγόνα εναντίον χιλιάδων διαδηλωτών στην Κωνσταντινούπολη.
Οι εξελίξεις των λίγων τελευταίων εβδομάδων —μια έρευνα για διαφθορά στην καρδιά της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν— θα μπορούσαν να είναι ένα δώρο για τον πολύπαθο Τύπο της Τουρκίας.
Ωστόσο, με λίγες εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος του Τύπου δεν είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσει το σκάνδαλο υιοθετώντας μια πιο σθεναρή γραμμή έναντι της κυβέρνησης.
Το σκάνδαλο έφερε στο φως μια διένεξη ανάμεσα στον Ερντογάν και τον πρώην σύμμαχό του, τον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος έχει την έδρα του στις ΗΠΑ. Το κίνημα του Γκιουλέν, το "Χιζμέτ" (Υπηρεσία), έχει επιρροή στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα, καθώς και σε ένα τμήμα των μέσων ενημέρωσης, ενώ ο Ερντογάν το κατηγορεί ότι ενορχήστρωσε την έρευνα για διαφθορά για να τον ανατρέψει.
"Γκιουλενικές" εφημερίδες όπως οι "Ζαμάν" και "Μπουγκίν", οι οποίες είχαν προηγουμένως μια χαλαρή συμμαχία με το Κόμμα AK του Ερντογάν, έχουν δημοσιεύσει λεπτομέρειες των κατηγοριών, από φωτογραφίες κουτιών υποδημάτων παραγεμισμένων με χαρτονομίσματα μέχρι το περιεχόμενο υποκλοπών ύποπτων τηλεφωνημάτων ανάμεσα σε επιχειρηματίες και συνεργάτες του Ερντογάν, κάτι σχεδόν αδιανόητο πριν από μόλις λίγους μήνες.
Φιλοκυβερνητικές εφημερίδες όπως οι "Σαμπάχ", "Σταρ" και "Γενί Σαφάκ", έχουν παρουσιάσει τις έρευνες για διαφθορά ως συνωμοσία εναντίον του Ερντογάν.
Στη μέση βρίσκονται τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, που σε μεγάλο βαθμό ανήκουν σε αναπτυσσόμενους ομίλους με επιχειρηματικούς δεσμούς με το κράτος και προσπαθούν επιφυλακτικά να βρουν μια νέα, πιο σίγουρη φωνή, αν και οι ιδιοκτησιακές δομές τους δημιουργούν αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει πραγματική αλλαγή.
"Η έρευνα για διαφθορά είναι μια νέα ευκαιρία για να βγει η τουρκική δημοσιογραφία από τον ασφυκτικό κλοιό", δήλωσε σήμερα ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, ένας από τους γνωστότερους δημοσιογράφους της Τουρκίας ο οποίος δημιούργησε την Πλατφόρμα 24, έναν ιστότοπο παρακολούθησης των μέσων ενημέρωσης.
"Το θέμα είναι αν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε ομίλους, όπως η 'Χουριέτ' και η 'Μιλιέτ', θα είναι ικανά να αρθούν στο ύψος της πρόκλησης", δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς. Η "Μιλιέτ" αρνήθηκε να σχολιάσει, ενώ ο διευθυντής της "Χουριέτ" δεν απάντησε στα αιτήματα που διατυπώθηκαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Ο Μπαϊντάρ έχασε τη δουλειά του στη "Σαμπάχ", ο πρώην ιδιοκτήτης της οποίας, ο όμιλος Τσαλίκ Χόλντινγκ, διευθύνεται από τον γαμπρό του Ερντογάν, αφού επέκρινε την αστυνομική καταστολή αντικυβερνητικών διαδηλώσεων τον περασμένο Ιούνιο.
Η "Σαμπάχ" πουλήθηκε το Δεκέμβριο στον Kalyon, ένα κατασκευαστικό όμιλο που έχει συνάψει μεγάλα συμβόλαια με την κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας η οποία είναι χαρακτηριστική των ιδιοκτησιακών δομών στο τοπίο των τουρκικών μέσων ενημέρωσης.
Τουλάχιστον 12 εφημερίδες και 10 τηλεοπτικοί σταθμοί ανήκουν σε ομίλους με συμφέροντα στην ενέργεια, τις κατασκευές ή τα ορυχεία — όλοι αυτοί είναι τομείς που εξαρτώνται πολύ από την κυβέρνηση.
"Αυτό δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν τα οικονομικά συμφέροντα του ομίλου-ιδιοκτήτη", αναφέρει σε έκθεσή του που δημοσιοποιήθηκε σήμερα το ινστιτούτο Freedom House που παρακολουθεί τον Τύπο και έχει την έδρα του στις ΗΠΑ.
"Τόσο μέλη των μέσων ενημέρωσης όσο και η κυβέρνηση περιγράφουν τους επικεφαλής των γραφείων των εφημερίδων στην Άγκυρα ως 'λομπίστες' των εταιρειών τους", προστίθεται στην έκθεση.
Ο Ερντογάν έχει δηλώσει πως η έρευνα για διαφθορά αποτελεί απόπειρα "δικαστικού πραξικοπήματος". Έχει παύσει ή μεταθέσει δικαστές και εισαγγελείς και χιλιάδες αστυνομικούς.
Με τις παύσεις και τις μεταθέσεις η έρευνα σταμάτησε, με αποτέλεσμα δικηγόροι, απελπισμένοι από την απουσία μιας διαφανούς δικαστικής διαδικασίας, να αφήσουν να διαρρεύσουν έγγραφα του δικαστηρίου σε μερίδα του Τύπου που δεν είναι ευνοϊκή προς την κυβέρνηση.
Όταν όμως ο ειδησεογραφικός ιστότοπος T24 δημοσιοποίησε ένα άρθρο σχετικά με μια κοινοβουλευτική ερώτηση του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος που αφορούσε κατηγορίες για δωροδοκία κατά την πώληση της "Σαμπάχ" και άλλων μέσων ενημέρωσης, πήρε εντολή από τη ρυθμιστική αρχή των μέσων ενημέρωσης να το κατεβάσει. Στη συνέχεια, η ίδια ρυθμιστική αρχή ανακοίνωσε ότι έστειλε την προειδοποίηση κατά λάθος.
"Απλώς προσπαθούμε να προσφέρουμε κάτι διαφορετικό από τις 'κυβερνητικές εφημερίδες' οι οποίες δημοσιεύουν τη γραμμή του AKP ότι πρόκειται για πραξικόπημα", δήλωσε ο Ερχάν Μπασιούρτ, ο διευθυντής της "Μπουγκίν".
Η κυκλοφορία της εφημερίδας αυξήθηκε σε 165.000 φύλλα, από 140.000, το μήνα που ανακοινώθηκε πως διεξάγεται η έρευνα για διαφθορά.
Άλλες εφημερίδες χρειάσθηκε να είναι πιο προσεκτικές.
Στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Τουρκίας, το οποίο ζήτησε να μην κατονομαστεί και φοβάται για τη δουλειά του αφού είπαν στο διευθυντή του να το απολύσει, δήλωσε πως αποτελεί αντικείμενο εκστρατείας μίσους στο Ίντερνετ και σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες.
Ο ίδιος κατήγγειλε πως τον παρακολουθούν και τον απειλούν, ενώ σε μια περίπτωση δημοσιοποίησαν στο Ίντερνετ τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου του. Πρόσθεσε πως μερικές φορές δεν βάζει τα ονόματα των ρεπόρτερ στα ρεπορτάζ της εφημερίδας για να τους προστατεύσει. Επίσης βάζει πιο ήπιους τίτλους ή μεταφέρει προς το τέλος των κομματιών τις παραγράφους που είναι αρνητικές για τον Ερντογάν.
Οι περιορισμοί της ελευθερίας του Τύπου και οι επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων δεν είναι κάτι καινοφανές στην Τουρκία. Οι τελετές μνήμης για το φόνο του αρμενικής καταγωγής τούρκου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, το 2007, που θεωρείται ευρύτατα πολιτική δολοφονία, εξακολουθούν να προσελκύουν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Ωστόσο τα ταμπού έχουν αλλάξει.
Ενώ κάποτε οι επικρίσεις εναντίον του Μουσταφά Κεμάλ, του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, ή η παρουσίαση μαχητικών Κούρδων ως ο,τιδήποτε άλλο εκτός "τρομοκρατών", μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη σε φυλάκιση για "προσβολή της τουρκικής ταυτότητας", τώρα το πρόβλημα δημιουργούν οι επικρίσεις εναντίον της κυβέρνησης.
Διευθυντές και δημοσιογράφοι λένε ότι έχουν δεχθεί τηλεφωνήματα από αξιωματούχους που βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό και τους ζητούν να αλλάξουν το ρεπορτάζ ή να απολύσουν δημοσιογράφους για επικριτικά άρθρα. Η εξέχουσα συγγραφέας και αρθρογράφος Ετσέ Τεμελκουράν απολύθηκε από την εφημερίδα "Χαμπερτούρκ" έπειτα από μια σειρά προειδοποιήσεων εναντίον των ρεπορτάζ της για μια τουρκική αεροπορική επιδρομή που είχε στοιχίσει τη ζωή σε άμαχους Κούρδους.
Η Τουρκία είναι η χώρα που έχει φυλακισμένους περισσότερους δημοσιογράφους — 40 βρίσκονταν στη φυλακή το Δεκέμβριο, σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων. Στον κατάλογο των "Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα", η χώρα αυτή είναι 154η από τις 178 σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως ουδείς δημοσιογράφος κρατείται ούτε δικάζεται για τη δουλειά του.
"Αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις μόνο και μόνο επειδή αναμίχθηκαν σε άλλες δραστηριότητες", δήλωσε στο Ρόιτερς ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί.
Ωστόσο η κυβέρνηση επηρεάζει, με έμμεσες απολύσεις και απειλώντας τις μητρικές εταιρείες ότι θα χάσουν δουλειές, και η επιρροή αυτή δημιουργεί την κύρια απειλή για την ελευθερία του Τύπου, λένε δημοσιογράφοι και οργανώσεις προάσπισης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
"Η κυβέρνηση φαίνεται πως έχει αποκτήσει τη συνήθεια να πυροβολεί τον αγγελιαφόρο όποτε αντιμετωπίζει πρόβλημα. Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να υποφέρουν επειδή υπάρχουν διαμάχες σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο", υπογράμμιζαν οι "Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα" σε έκθεσή τους το Δεκέμβριο.