«Σκοπός μας να αφήσουμε πίσω μας μια ουσιαστική παρακαταθήκη» τόνισε ο Κυρ.Μητσοτάκης
Τηλεδιάσκεψη με στελέχη των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας πέντε μεγάλων δημόσιων νοσοκομείων, τον Απόστολο Αρμαγανίδη από το «Αττικόν», την Αναστασία Κοτανίδου από τον «Ευαγγελισμό», την Αντωνία Κουτσούκου από το νοσοκομείο «Η Σωτηρία», την Ελένη Γκέκα από το ΑΧΕΠΑ και τη Μηλίτσα Μπιτζάνη από το «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, είχε το απόγευμα της Τρίτης ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός συνεχάρη και ευχαρίστησε τους εντατικολόγους για την ανυπολόγιστη προσφορά τους στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κοροναϊού και για το συνολικό έργο τους. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η εξέταση των κύριων αναγκών που έχουν οι ΜΕΘ, προκειμένου να προχωρήσει η ουσιαστική ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας με τις υλικοτεχνικές υποδομές και το έμψυχο δυναμικό που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει σε κάθε πρόκληση, και πέραν του Covid-19.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε, σύμφωνα με πληροφορίες, πως η Ελλάδα έχει καταφέρει να προστατεύσει τη δημόσια υγεία και να εξασφαλίσει τον χρόνο που απαιτείται ώστε το ΕΣΥ να ενισχυθεί περαιτέρω και να προετοιμαστεί καλύτερα. Χάρη σε αυτή την πρώτη νίκη, προσέθεσε, το σύστημα υγείας έχει το περιθώριο να προετοιμαστεί για ενδεχόμενο δεύτερο «κύμα» του κοροναϊού ή για οποιαδήποτε μελλοντική κρίση.
Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρα Υγείας, σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης, κατά την έναρξη της τηλεδιάσκεψης, «ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω για την καταπληκτική δουλειά που έχετε κάνει και εσείς και όλοι οι εργαζόμενοι στις Εντατικές -γιατροί, νοσηλευτές, υποστηρικτικό προσωπικό. Πράγματι θεωρώ ότι μας έχετε βγάλει ασπροπρόσωπους και έχετε εμπνεύσει συνολικά με την δουλειά σας μια νέα εμπιστοσύνη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, τις δυνατότητές του και κυρίως τους ανθρώπους του».
Ο πρωθυπουργός στη συνέχεια ζήτησε να ακούσει τους επιστήμονες λέγοντας: «θα ήθελα να ακούσω από εσάς τις δικές σας εμπειρίες. Τι πρέπει να ξέρουμε εμείς, τι έχουμε κάνει καλά, τι δεν έχουμε κάνει καλά. Πού είναι οι ελλείψεις τις οποίες εντοπίζετε εσείς σήμερα. Σε ποιο βαθμό έχουμε μία εικόνα για το τι δουλεύει και το τι δεν δουλεύει σε επίπεδο θεραπευτικών πρωτοκόλλων, καθώς είστε στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της ασθένειας. Και οτιδήποτε άλλο πιστεύετε ότι πρέπει να γνωρίζουμε σε κεντρικό επίπεδο ώστε η παρέμβασή μας τουλάχιστον ως προς το κομμάτι των Εντατικών να μην είναι μια παρέμβαση που να περιοριστεί πυροσβεστικά στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης.
«Σκοπός μας είναι να αφήσουμε πίσω μας μια ουσιαστική παρακαταθήκη, για να αντιμετωπίσουμε την επόμενη κρίση. Θα έρθει η επόμενη κρίση. Όπως έλεγα και σε κάποιους συνεργάτες μου δεν θα θέλω ποτέ να ξαναφτάσουμε στο σημείο -το δύσκολο σημείο, θυμάμαι είχα γίνει και εγώ αποδέκτης τέτοιων αιτημάτων- να πρέπει να ζητείται η παρέμβαση ενός πολιτικού για το ποιος Έλληνας πολίτης θα έχει ή δεν θα έχει τελικά πρόσβαση σε ένα κρεβάτι Εντατικής. Αυτό πρέπει να το αφήσουμε τελείως πίσω μας».
Οι εντατικολόγοι στάθηκαν στην ανάγκη αύξησης των μόνιμα διαθέσιμων κλινών και ενίσχυσης των ΜΕΘ με εξειδικευμένους γιατρούς και νοσηλευτές. Η αύξηση της δυναμικότητας, προσέθεσαν, θα επιτρέψει στις Μονάδες να δέχονται ασθενείς προτού η επιδείνωση της υγείας τους καταστήσει απόλυτα αναγκαία την εντατική θεραπεία, αναβαθμίζοντας την αποτελεσματικότητα των νοσοκομείων.
«Σε αυτή την περίπτωση δεν θα παίρναμε μόνο τα πολύ βαριά, θα παίρναμε και αυτά τα οποία έχουν και μεγαλύτερη ελπίδα να γίνουν καλά, γιατί θα τα παίρναμε πολύ νωρίτερα», σημείωσε η κ. Κοτανίδου.
«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε, ανά 100.000 πληθυσμού, το μισό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (...) 'Αρα χρειαζόμαστε τουλάχιστον άλλα τόσα κρεβάτια εντατικής θεραπείας. Επίσης είμαστε ακόμα πιο χαμηλά, στις μονάδες "step down", δηλαδή αυτές όπου θα πάει ο άρρωστος όταν είναι κάπως πιο ελαφρά», ανέφερε ο κ. Αρμαγανίδης.
Υπογραμμίστηκε, επίσης, πως είναι σημαντικό να θεσπιστούν εκπαιδευτικά προγράμματα για νοσηλευτές που θα υπηρετούν στις ΜΕΘ και κίνητρα ώστε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μην εγκαταλείπει τις Μονάδες για άλλες κλινικές. Επισημάνθηκαν ακόμη οι επιπτώσεις του brain drain, καθώς νεαροί Έλληνες γιατροί έχουν δεχτεί θέσεις στο εξωτερικό.
«Για το μέλλον νομίζω ότι σημαντικό είναι να δούμε τι θα μας μείνει από αυτή την ιστορία, τι κέρδος θα έχει όχι μόνο η εντατική θεραπεία αλλά το Σύστημα Υγείας και η κοινωνία συνολικότερα (...) Σκεφτείτε στο μέλλον να φτιάξετε ειδικευμένους νοσηλευτές Εντατικής», δήλωσε η κα. Κουτσούκου.
«Δεν υπάρχουν διαθέσιμοι γιατροί με την εξειδίκευση της εντατικολογίας (...) Το κυριότερο πρόβλημα -που νομίζω πανελλήνια υπάρχει- είναι η έλλειψη από τις μάσκες υψηλής προστασίας», ανέφερε από την πλευρά της κ. Γκέκα.
«Το θέμα είναι να εκμεταλλευτούμε πραγματικά αυτή την ευκαιρία, να μην την αφήσουμε να πάει χαμένη. Δηλαδή αυτά τα κρεβάτια, όλα τα κρεβάτια που έχουν μπει σε όλα τα νοσοκομεία, σιγά-σιγά να εξοπλιστούν, να επανδρωθούν και να μείνουν στο ελληνικό ΕΣΥ για να αρχίσουμε πλέον να δεχόμαστε αρρώστους οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα διασωληνωμένοι αλλά είναι βαριά και θα πάνε πολύ καλύτερα αν νοσηλευτούν σε μία ΜΕΘ», σημείωσε η κ. Μπιτζάνη.
Ο πρωθυπουργός είπε πως στόχος είναι η αντιμετώπιση των σημερινών κενών και ελλείψεων με ζητούμενο την πολύπλευρη και μακρόπνοη θωράκιση του ΕΣΥ, ώστε να μην χρειάζεται η προσφυγή σε έκτακτες, «πυροσβεστικές» λύσεις, και για να εξασφαλιστεί μία παρακαταθήκη που θα έχει διάρκεια. Χαρακτήρισε επίσης αυτονόητη την επανεξέταση ρύθμισης που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διαδικασία επιλογής εξειδικευόμενων γιατρών στις ΜΕΘ, η οποία προκάλεσε προβλήματα στη λειτουργία τους