Πολλοί τεράστιοι σεισμοί που συνέβησαν στη Γη στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν- κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα - "λείπουν" από τα ιστορικά αρχεία, γεγονός που τροφοδοτεί ένα παραπλανητικό αίσθημα καθησυχασμού ότι τέτοια γεγονότα είναι πολύ πιο σπάνια από ό,τι είναι.
Όπως ανακοίνωσαν Αμερικανοί γεωλόγοι στο διεθνές συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης στο Σαν Φρανσίσκο, οι καταγεγραμμένοι ισχυροί σεισμοί είναι αρκετά λιγότεροι από αυτούς που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα (και μάλιστα στην πρόσφατη ιστορία του πλανήτη).
Οι επιστήμονες μελέτησαν επισταμένως τα ιστορικά αρχεία πολλών χωρών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο οι μισοί περίπου από τους σεισμούς άνω των 8,5 Ρίχτερ που συνέβησαν τον 19ο αιώνα, έχουν καταγραφεί. Τέτοιοι σεισμοί θεωρούνται ικανοί για μεγάλες καταστροφές, όπως εκείνοι του 2004 στον Ινδικό Ωκεανό (που προκάλεσε το φονικό τσουνάμι), του 2010 στη Χιλή και στην Αϊτή, καθώς και του 2011 στην Ιαπωνία.
Ενώ τέτοιοι σεισμοί έχουν γίνει αρκετοί κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα, περιέργως, αντίστοιχοι σεισμοί αυτής της κλίμακας σπάνια αναφέρονται πριν τον 20ό αιώνα.
Οι σεισμογράφοι ανακαλύφθηκαν περίπου το 1900, οπότε πλέον, "οι σεισμοί άρχισαν να δείχνουν μεγαλύτεροι". Για τα χρόνια πριν το 1900, οι επιστήμονες αναγκαστικά καταφεύγουν στην αναδίφηση ιστορικών εγγράφων, προσπαθώντας να κάνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος των παλαιότερων σεισμών και τη συχνότητά τους.
Επειδή όμως αυτή η αναζήτηση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι ακριβής, οι Αμερικανοί γεωλόγοι πιστεύουν ότι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα συνέβησαν πολλοί μεγάλοι σεισμοί, αλλά ποτέ δεν καταγράφηκαν κάπου ή έγιναν αντιληπτοί ως μικρότερου μεγέθους λόγω και της ανυπαρξίας των σεισμογράφων.
Για παράδειγμα, εκτιμούν ότι ένας σεισμός που συνέβη το 1841 στην ασιατική χερσόνησο Καμτσάτκα της Ρωσίας και είχε αρχικά εκτιμηθεί ως 8,3 Ρίχτερ, στην πραγματικότητα ήταν 9,2.
Άλλος ένας σεισμός που έπληξε στις Μικρές Αντίλλες το 1843 εκτιμήθηκε στα 8 Ρίχτερ αλλά αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερος, αφού έγινε αισθητός από το ένα τέταρτο του πλανήτη.
Οι επιστήμονες θέλουν να έχουν μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική ιστορική καταγραφή των «χαμένων» σεισμών, για να μπορούν να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια πού και πότε τέτοιες φυσικές καταστροφές θα μπορούσαν να υπάρξουν στο μέλλον οπουδήποτε στον κόσμο.