Μετά από εξονυχιστική έρευνα στα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων του οφειλέτη, σε δηλώσεις στοιχείων ακινήτων Ε9, σε δηλώσεις μισθωμάτων Ε2, σε ισολογισμούς, και σε κάθε άλλο διαθέσιμο στοιχείο και αφού πιστοποιείται η οικονομική αδυναμία του φορολογουμένου θα χαρακτηρίζονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτες είσπραξης.
Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κ. Χ. Θεοχάρη οι φορολογικές Αρχές αφού διερευνήσουν τη δυνατότητα λήψης όλων των μέτρων (ασφαλιστικών, διοικητικών, αναγκαστικών, δικαστικών) σε βάρος του οφειλέτη και των συνυποχρέων προσώπων και προχωρήσουν σε εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη θα πρέπει να ελέγξουν αν έχουν γίνει μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων οι οποίες υπόκεινται σε διάρρηξη λόγω καταδολίευσης, αλλά να προχωρήσουν και σε έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων (π.χ. ενοικίων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα), στοιχείων για μεταφορά εμβασμάτων στο εξωτερικό κ.λπ..
Μετά τις ανωτέρω ενέργειες συντάσσεται εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί ότι συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής της οφειλής από τον οφειλέτη και τα τυχόν συνυπόχρεα με αυτόν πρόσωπα. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, όταν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των 10.000 ευρώ.
Η διαδικασία για τη διάκριση των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης ξεκινά με την υποβολή της τεκμηριωμένης εισήγησης για τον χαρακτηρισμό της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Αν μάλιστα πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των 300.000 ευρώ και έως 1.500.000 ευρώ εκτός από την γνώμη του ελεγκτή θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εισήγηση και αιτιολογημένη γνώμη του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή.
Εν συνεχεία το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και τα τυχόν πρόσθετα συμπληρωματικά στοιχεία και διατυπώνει θετική ή αρνητική γνώμη για την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, λαμβάνοντας υπόψη και την εισήγηση. Η καταχώριση της απόφασης στο βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης θα γίνεται από την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής κατά περίπτωση.
Ως «ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης» ορίζεται το βιβλίο όπου περιλαμβάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που χαρακτηρίζονται από το αρμόδιο όργανο ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Το βιβλίο αυτό τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή στο δικαστικό τμήμα της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής, με δυνατότητα ανάκτησης και εκτύπωσης των καταχωρισθέντων στοιχείων, και ενημερώνεται κατά περίπτωση από τον αρμόδιο υπάλληλο.
Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής, δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα άλλο προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν πρόκειται για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, ενώ δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων.