Γεωργία Βασιλειάδου: Το πραγματικό της όνομα και ο λόγος που αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο

Γεωργία Βασιλειάδου: Το πραγματικό της όνομα και ο λόγος που αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο

Σαράντα χρόνια χωρίς την «Ωραία των Αθηνών»

Ήταν η πιο γοητευτική άσχημη του ελληνικού θεάτρου και του σινεμά. Μία δυνατή προσωπικότητα, μία θαυμάσια ηθοποιός, ένα έμφυτο ταλέντο, που κατάφερε να επισκιάσει καλλονές και δημοφιλείς ηθοποιούς με μια ματιά της, μια κουβέντα. Ο λόγος για την αξιαγάπητη, με όλη τη σημασία της λέξης, Γεωργία Βασιλειάδου, που ακόμη και σήμερα λατρεύεται για τους ρόλους της γεροντοκόρης, της καφετζούς, της θείας είτε από το Σικάγο είτε από τις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Η ηθοποιός που μετέτρεψε την ασχήμια της σε προτέρημα και κατάφερε να περάσει το μήνυμα ότι ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά από την εσωτερική γοητεία, την καλοσύνη, το μεγαλείο της ψυχής.

Συμπληρώνοντας σε λίγες ημέρες 40 χρόνια από το θάνατό της (12/2/1980), είναι η ευκαιρία να θυμηθούμε τη σπουδαία συμβολή της στην παραδοχή ότι η γενιά των ηθοποιών της εποχής της δεν θα ξαναπεράσει ποτέ στη χώρα μας, αλλά και σε κάποιους σταθμούς της προσωπικής της ζωής.

Κρυμμένο διαμάντι

Η Γεωργία Αναστασίου, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, γεννήθηκε στην Κυψέλη την 1η Ιανουαρίου του 1897 και μεγάλωσε σε μία οικογένεια με 10 αδέλφια. Υποχρεώθηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί από νωρίς, μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Ιππικού. Την πρώτη της εμφάνιση την έκανε ως μέλος της χορωδίας του Θεάτρου Ολύμπια, σε έργο του Βέρντι. Τρία χρόνια μετά, το 1925, μπήκε στο θέατρο, δουλεύοντας σε μεγάλα σχήματα της εποχής με Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Μυράτ. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, που την ανακάλυψε πρώτη, της είχε πει «Είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω να σε βγάλω έξω».

Το 1930 αποφάσισε να σταματήσει το θέατρο, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο και την απόφασή της να αφοσιωθεί στην κόρη της. Λίγο μετά, όμως, ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε μια καρατερίστα για το ρόλο μιας κουτσομπόλας, στην μουσική κωμωδία του «Κορίτσια για Παντρειά». Μετά από πολλά την ανακάλυψε στο γνωστό καφενείο της Ομονοίας «Το Στέμμα», στέκι των ηθοποιών - κυρίως κομπάρσων και δευτεραγωνιστών. Αρχικά πίστεψε ότι είναι κάποια μητέρα ηθοποιού, μέχρι να μάθει ότι ήταν ηθοποιός έτοιμη να τα παρατήσει. Την πλησίασε και παρά τους δισταγμούς της την έπεισε να παίξει στο έργο του. Η επιτυχία της μοναδική.

«Η Καφετζού»

Την ίδια χρονιά μπαίνει και στο σινεμά. Εμείς όμως θα τη γνωρίσουμε από τις ταινίες του 1946 "Παπούτσι απ' τον Τόπο σου" και φυσικά την κλασική κωμωδία του 1948 "Οι Γερμανοί Ξανάρχονται". Και οι δυο είναι του Σακελλάριου. Το 1952, στον "Γρουσούζη" του Γιώργου Τζαβέλλα, δίπλα στον Ορέστη Μακρή, θα παίξει και πάλι την κουτσομπόλα της γειτονιάς, ενώ το 1954 θα κάνει την πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στην αξέχαστη κωμωδία "Η Ωραία των Αθηνών" του Νίκου Τσιφόρου, δίνοντας "ρέστα" στο ρόλο της γεροντοκόρη, προκαλώντας ντελίριο με την ερμηνεία της. Το 1955 θα πρωταγωνιστήσει στην περίφημη "Καφετζού", δίπλα πάλι στον Μίμη Φωτόπουλο, δίνοντας και το στίγμα μίας ηθοποιού που όταν θέλει μπορεί να υπηρετήσει αξιέπαινα το δράμα και να περάσει με ευκολία στην κωμωδία και τούμπαλιν, μέσα σε μία σκηνή.

Στην Κορυφή

Το 1957 είναι όμως μια χρονιά σταθμός για την καριέρα της. Θα παίξει σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, "Το Αμαξάκι" του Ντίνου Δημόπουλου, αλλά και στις απολαυστικές κωμωδίες του Σακελλάριου "Η Θεία από το Σικάγο" και "Η Κυρά μας η Μαμή", δίπλα πάντα στον τεράστιο Ορέστη Μακρή. Η αναγνώρισή της φτάνει στην κορυφή. Κι όμως, όπως θα παρατηρήσουμε, θα μείνει ένα χρόνο μακριά από τα στούντιο, λέγοντας όχι σε δουλειές που δεν της ταιριάζουν. Θα έρθει όμως το 1959 για να παίξει σε πέντε ταινίες και ανάμεσά τους στην κλασική κωμωδία "Ο Θησαυρός του Μακαρίτη", αυτή τη φορά δίπλα στον Βασίλη Αυλωνίτη. Τον επόμενο χρόνο θα πρωταγωνιστήσει στη σάτιρα του Ροβήρου Μανθούλη "Η Κυρία Δήμαρχος" και στην αξέχαστη κωμωδία "Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο Κοντός", με Αυλωνίτη και Ρίζο, δηλαδή με τους δυο συναδέλφους της με τους οποίους θα φτιάξουν τον θεατρικό θίασο "Αυλωνίτη, Βασιλειάδου, Ρίζου", με τον τρίτο να έχει την ικανότητα να αξιοποιεί το πηγαίο ταλέντο και να κουμαντάρει τον... ανέμελο χαρακτήρα των άλλων δύο.

Το 1962 θα κάνει την τελευταία τεράστια επιτυχία της, «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καψάσκη και με την ίδια σύνθεση πρωταγωνιστών, ενώ στη συνέχεια θα παίξει σε αρκετές ταινίες, όχι όμως με την ίδια επιτυχία, καθώς ο λεγόμενος παλιός ελληνικός κινηματογράφος αρχίζει να παρακμάζει, ενώ και η ίδια που γνωρίσαμε μεγάλη, είχε αρχίσει να μπαίνει στα βαθιά γεράματά της όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.