Έχετε αναλογιστεί την προέλευση του επωνύμου σας και κατ' επέκταση την ιστορική πορεία των προγόνων σας ανά τους αιώνες;
Εγώ σε μία πρόσφατη έρευνα, βρήκα ότι το επίθετο μου προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Χρυσόστομος.
Στο πλαίσιο της έρευνας της ετυμολογίας των επωνύμων μας, υποθέτω ότι για παράδειγμα υπάρχει η πιθανότητα μερικές οικογένειες με μη ελληνικό επώνυμο να μην είχαν ελληνική καταγωγή, αλλά να εξελληνίστηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Υπάρχουν βέβαια και επώνυμα που διατήρησαν π.χ την τουρκική προέλευσή τους π.χ Αρναούτογλου ( γιος του αρναούτη), Αραμπατζής (κατασκευαστής αραμπάδων – κάρων), τα επίθετο Κιούσης, Κιούσογλου και Κιουσόπουλος είναι επίσης τούρκικης προέλευσης και η ετυμολογία τους προέρχεται από την τούρκικη λέξη kus=θυμός κλπ. Εξάλλου, δεν είναι λίγα τα τούρκικα επώνυμα που έχουν πάρει ελληνικές καταλήξεις, όπως -ίδης ή -άδης (πατρωνυμικές), ή -όπουλος, -άκης, -άκος, κλπ. . Στη νησιωτική Ελλάδα, συναντούμε συχνά επώνυμα ιταλικής προέλευσης, όπως Αρέλης, Δελαπόρτας, Λορέντζος (Λαυρέντιος), Τζέκος (από το ιταλικό Τζουζέπε). Αλλά επώνυμα είναι σλαβικής, αλβανικής, βουλγάρικης κι άλλων προελεύσεων. Ενδεικτικό εθνικότητας είναι π.χ το όνομα Ρώσσης, ο εκ της Ρωσίας καταγόμενος. Αρχαιοελληνικής προέλευσης είναι το επίθετο Πυρριόχος (από τη λέξη πυρρίχη= πολεμικός χορός σε διάφορες εορτές στην Αρχαία Ελλάδα, όπως στα Παναθήναια). Επίσης, πολλά επίθετα έμειναν ίδια, όπως ήταν στην Αρχαία Ελλάδα, όπως Παρνασσός, Ψελλός, Αλκαίος, Ξάνθος, Πρωτεύς, Σίμος. Επίσης, πολλά είναι τα επίθετα βυζαντινής προέλευσης π.χ το επώνυμο Σακελλαρίδης, ήτοι ο φροντίζων την τήρηση του δικαίου των Μονών.
Τα επίθετα που ελληνοποιήθηκαν ήταν κυρίως Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων, εκ των οποίων μερικά ήταν πλήρως τουρκικά, ενώ άλλα είχαν ελληνικές καταλήξεις. Οι πρόσφυγες λοιπόν σε ορισμένες περιπτώσεις ελληνοποίησαν οι ίδιοι το επώνυμό τους για να μην αντιμετωπίζονται αρνητικά λόγω του κοινωνικού ρατσισμού που βίωναν στον κοινωνικό περίγυρο για πολλά χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ενώ σε άλλες περιπτώσεις το έκαναν ύστερα από πιέσεις π.χ των ληξίαρχων των πόλεων όπου εγκαταστάθηκαν, οι οποίοι μετέφραζαν στη καθαρεύουσα, οπότε η ελληνοποίηση των επιθέτων κρίθηκε απαραίτητη εξαιτίας γραφειοκρατικών λόγων και διαδικασιών. Άλλες φορές ελληνοποίησαν τα επώνυμά τους για πρακτικούς λόγους π.χ για τα παιδιά στο σχολείο και για το πώς θα τα καλούσαν στην τάξη οι δάσκαλοί τους.
Ελληνοποιημένα επίθετα είναι ενδεικτικά π.χ: "Ψωμιάδης" από "Εκμέκογλου", "Σημαιοφορίδης" από "Μπαϊρακτάρης", "Χρυσοχόος/Χρυσοχοΐδης" από "Κουγιουμτζής, Κουγιουμτζόγλου» κ.ά.
Τέτοιου είδους επιρροές γειτονικών χωρών στα επώνυμα ή στα τοπωνύμια παρατηρούνται σε πολλά άλλα έθνη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι πολλοί Γερμανοί έχουν σλαβογενή επώνυμα.
Στα ανατολικά μέρη της Γερμανίας, το ποσοστό επωνύμων αλλοδαπής προέλευσης φτάνει μέχρι και το 30%. Επίσης τοπωνύμια, όπως Βερολίνο (Μπερλίν) έχουν σλαβική προέλευση, στην προκειμένη περίπτωση Μπερλίν σημαίνει μικροί βάλτοι.
Τα επώνυμά μας είναι γενικά φορέας ιστορίας, παράδοσης και πολιτισμού, οπότε η αναζήτηση της ετυμολογίας τους παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον καθένα από εμάς.
*Η Χρύσα Τσιώτση είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Δίκαιο του Internet και την τηλεπικοινωνιών (LL.M in Information Technology and Telecommunications Law, University of Strathclyde-Glasgow-U.K).